Δευτέρα 24 Ιουνίου 2013

Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΟΓΟΥ ΚΑΙ Ο ΚΟΙΝΟΣ ΝΟΥΣ

Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΟΓΟΥ
ΚΑΙ Ο ΚΟΙΝΟΣ ΝΟΥΣ

Της ποιήτριας –δοκιμιογράφου κ. Αλκμήνης Κογγίδου
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ INTERNASIONAL TRIBUNE ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2010 ΤΟΥ ΘΑΛΗ ΜΥΛΩΝΑ

 
H υλιστική κοσμοθεωρία, που αποτελεί τη βάση του τεχνολογικού πολιτισμού, αγνοεί τον άνθρωπο ως ψυχοσωματική οντότητα και ως μέρος ενός συνόλου αλληλεπιδράσεων. Επίσης, διαγράφει τις δύο αρχές, οι οποίες θα μπορούσαν να δώσουν μια προοπτική αρμονικής συνύπαρξης, μεταξύ των ανθρώπων και του φυσικού περιβάλλοντος, το «Γνώθι σεαυτόν»  και το «Μέτρον άριστον». Κατά συνέπεια ο άνθρωπος ως μοναδικότητα είναι αδύνατον, σήμερα, να προχωρήσει, υπό το πνεύμα της υλιστικής κοσμοαντίληψης, στην αναγνώριση των στοιχείων που το καθιστούν πρόσωπο, σχετικό με τον άλλον.
Για να επιτευχθεί η αυτογνωσία, αποδίδοντας τον άνθρωπο στις άγνωστες δυνατότητές του, απαιτείται μια πορεία υπερβάσεων, η οποία συντελείται μέσα από μεγάλες δοκιμασίες, όπως δηλώνουν οι άθλοι  του Ηρακλή και η επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη. Βεβαίως, θέματα αναφοράς στην αυτογνωσία και στην περιπετειώδη πορεία προς κατάκτησή της, που τελικά δικαιώνει τη ζωή του ανθρώπου, υπάρχουν πολλά στην παγκόσμια λογοτεχνία και μυθολογία. Το ουσιαστικό όμως συμπέρασμα, το οποίο συνάγεται από τη μελέτη τους, είναι απόλυτο και κοινό για όλες τις εποχές.   Η διερεύνηση του εαυτού, με σκοπό τη γνώση των αιτιών και των βαθύτερων προθέσεων, που υποκινούν τις πράξεις του ανθρώπου, επιδέχεται μια επίπονη και επώδυνη προσπάθεια. Αυτήν την αρνείται ο σύγχρονος άνθρωπος που κατέχεται από το πνεύμα του υλισμού. Βεβαίως, η άρνηση της δυσκολίας είναι χαρακτηριστικό της φυγοπονίας του. Προέρχεται από το ένστικτο της επιβίωσης και ισχυροποιείται από το εγώ, που συχνά διαστρεβλώνει τα πραγματικά αίτια και τις εσώτερες προθέσεις, απ’ τις οποίες υποκινείται. Έτσι, το παράλογο, που ευδοκιμεί στο υποσυνείδητο, δεν μπορεί να γίνει διακριτό και να διαγνωστεί από τον ίδιο τον άνθρωπο, που υπόκειται σ’ αυτό. Πόσο μάλλον, όταν, ο σύγχρονος υλιστικός πολιτισμός, προσφέροντας μέσα ευκολίας, συνεχώς, τον καθιστά εξαρτώμενο από τα επιτεύγματά του και υπαρξιακά αδύναμο να αντιμετωπίσει τις μεγάλες δοκιμασίες  της ζωής!  Το πνεύμα της θυσίας δεν γίνεται αποδεκτό  και η σκοπιμότητα της δοκιμασίας για την εξέλιξη του ανθρώπου δεν είναι στις προθέσεις του.
 Το παράλογο στηρίζεται, πάντα, στην άγνοια του άλλου, έχοντας μια αυθαίρετη επιχειρηματολογία αυτοδικαίωσης. Η βία, ο πόλεμος, η εγκληματικότητα, η τρομοκρατία θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν μοιραίες εκφάνσεις ενός γενικότερα παράλογου κόσμου και δεν είναι μόνον η επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων στο εσωτερικό μικρότερων χωρών, με πρόφαση την ειρήνη και την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων!
Το παράλογο εμφανίζεται στον τρόπο σκέψης του ατόμου, που αυθαίρετα δίνει δικαιώματα στον εαυτό του, πολλά περισσότερα, απ’ ό,τι στον συνάνθρωπό του.  Η άγνοια της αδυναμίας του ατόμου να μετατεθεί από το εγώ στο εσύ, καταδικάζει κάθε προσπάθεια διαλόγου. Εύκολα προβαίνει κανείς στο να δικαιολογήσει τις αδυναμίες του, ενώ για τις ίδιες ακριβώς αδυναμίες, δεν ανέχεται και δεν συγχωρεί τον άλλον! Αυτός ο τρόπος σκέψης δημιουργεί το χάσμα στις ανθρώπινες σχέσεις. Το άτομο που παρουσιάζει τη νοσηρή αντίδραση της ευθυξίας, μένει μεν ευαίσθητο σ’ ό,τι αφορά το ίδιο, δεν έχει όμως ευαισθητοποιηθεί σ’ ό,τι αφορά τον άλλον. Περιορίζεται από το ένστικτο της επιβίωσης μέσα στα όρια της φυσικής, βιολογικής του υπόστασης από την οποία είναι αδύνατον να προχωρήσει στην κατανόηση της ετερότητας  και μέσω αυτής, στην γνώση της αλήθειας. Η διάσταση ανάμεσα στο εγώ και στο εσύ, παραμένει όσο το παράλογο συνεχίζεται και εκφράζεται σε έναν ανάλογο τρόπο ζωής, ο οποίος έχει παγκόσμιες διαστάσεις. Η εξασφάλιση των αγαθών, όχι για το σύνολο της ανθρωπότητας και η υπερκατανάλωση βρίσκονται σε τραγική αντίθεση με την πείνα και την εξαθλίωση των φτωχότερων λαών!  Το ανθρώπινο γένος εξακολουθεί να διαπράττει εγκλήματα, στο φυσικό περιβάλλον στο όνομα της προόδου και το αποτέλεσμα είναι πλέον ενώπιόν μας: ο άνθρωπος εχθρός του εαυτού του, εχθρός του περιβάλλοντος και η τεχνολογία ένας μονόδρομος που έρχεται να διαταράξει τη φυσική και ηθική τάξη.
Η έλλειψη επικοινωνίας και η μη συνειδητή βίωση του παρόντος διαταράσσουν την ψυχική ισορροπία, αυτό δημιουργεί ένα αίσθημα ανασφάλειας που τείνει υποσυνείδητα να καλυφθεί με την εξασφάλιση των υλικών αγαθών.  Το τραγικό, είναι ότι, στην καταναλωτική κοινωνία η σχέση του ανθρώπου με τη Συνείδηση, με το Μέτρο, με τον άλλον υποκαθίσταται από τη σχέση με τα πράγματα, με συνέπεια τη λήθη.
 Παρά την εξέλιξη, τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, την τεχνολογική ανάπτυξη και την πρόοδο των επιστημών, την θεωρητική κατάρτιση και γνώση, ο άνθρωπος παραμένει απομονωμένος στην ατομικότητά του και βρίσκεται ανάμεσα στους άλλους ως αγνοών και αυτοαγνοούμενος.
Το παράλογο ενισχύει και τροφοδοτεί αυτόν τον μονόδρομο στην ανθρώπινη συμπεριφορά που είναι τραυματική προς τον άλλον και προς το φυσικό περιβάλλον, με συνέπεια να οδηγεί σ’ ένα δρόμο αυτοκαταστροφικής ζωής.
Όπου επιβάλλεται η γνώμη του ισχυρού, καταργείται η διαλεκτική που αφορά το γίγνεσθαι. Όμως η αρχή του διαλόγου είναι η βάση της δημοκρατίας και τελικά της ορθής ανθρώπινης συνύπαρξης. Είναι αδύνατον να λειτουργήσει η δημοκρατία, με τους νόμους που υπαγορεύονται από τις αρχές και τις αξίες της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, χωρίς την αφύπνιση της συνείδησης του κάθε πολίτη. Ο υποκειμενισμός, η αντιπαλότητα, που οδηγεί πολλές φορές σε έκτροπα και ο κομματισμός, με τη στενή έννοια του συμφέροντoς, παρεμβάλλονται στη διαδικασία της δημοκρατίας, στην υψηλή της αποστολή. Η λογική του παραλόγου εδράζεται στην μονομερή αντίληψη που απομονώνει τον άνθρωπο στη δική του υποκειμενική οπτική και δεν του επιτρέπει να δει τα λάθη του. Αγνοώντας τον Κοινό Νου ο άνθρωπος επιμερίζεται το δίκαιο. Ο κατακερματισμός του όλου από την επιστήμη οδήγησε στην απόλυτη εξειδίκευση. Ενώ, αρχικά, σκοπός της εξειδίκευσης ήταν η γνώση της πολυπλοκότητας του φαινομένου της ζωής, οι επιμέρους έρευνες, χωρίς την αρχή του ήθους, οδήγησαν στην παραβίαση του μέτρου και στην απώλεια της συνεργασίας των φυσικών επιστημών με τη φιλοσοφία. Σκοπός ζωής γίνεται η εξειδίκευση, η οποία αποτελεί έναν μονόδρομο, για το λόγο ότι ουδέποτε κατακτάται η πλήρης γνώση. Αντίθετα, η διάνοια του ανθρώπου, που αναπτύσσεται υπέρμετρα στη γνώση του επιμέρους, αποσπάται από το όλον, με συνέπεια να μην αποκτά μια σφαιρικότερη αντίληψη και να  αγνοεί  τη σημαντική  σχέση του επιμέρους με την ενιαία πραγματικότητα.  
Πριν από μερικά χρόνια δεν ήταν δυνατόν να διανοηθεί κανείς πόσο καθοριστικά θα ήταν και πόσο μοιραία και τα πιο μικρά λάθη! Σήμερα, στην εποχή της ταχύτητας, ακόμα και οι συνέπειες των λαθών εμφανίζονται γρηγορότερα ενώπιόν μας. Αποδεικνύεται έτσι, ότι η ζωή μας επιστρατεύει στην εγρήγορση. Θα έλεγε κανείς ότι δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια για λάθη! Η προσωπιική ευθύνη εγείρεται μέσα στο κλίμα της δυσαρμονίας, της αντιπαλότητας και της αδικίας και προβάλλει η ανάγκη της αφύπνισης.
Η ζωή μας οδηγεί στην Συνείδηση του συνυπάρχειν, που είναι σχετική με τον Κοινό Νου.
Ο Κοινός Νους είναι η ευτυχής κατάληξη της πορείας της ανθρώπινης διάνοιας, που αποσπάται από την χωριστικότητα και εισέρχεται στο καθολικό Πνεύμα. Είναι τότε, που το εγώ συναντάται με το έτερο Είναι, τότε που η λογική του ανθρώπου συναντά τη λογική του Θεού και ο άνθρωπος αποκτά το προνόμιο του Λόγου (του Ξυνού Λόγου κατά τους αρχαίους Έλληνες και του Δρώντα Λόγου κατά τη φιλοσοφία της Ορθοδοξίας). Είναι τότε, που το κοινό συμφέρον, διαγράφει τον υποκειμενισμό και γίνεται αναγωγή προς την ενιαία πραγματικότητα. Είναι τότε, που η μια φωνή συντάσσεται αρμονικά με την άλλη. Είναι τότε, που η Αγάπη ως γνώση και επίγνωση της μοναδικότητας, παραχωρείται μέσα σε μια κίνηση αυτοπροσφοράς,  συνθέτοντας το ένα με το όλον. Είναι τότε, που ο Λόγος αποκτά τη δυναμική της Ζωής και δύναται από τη φύση του να δράσει ως δημιουργική παρέμβαση, διορθώνοντας τα κακώς κείμενα. Είναι, βέβαια, ο Κοινός Νους μια ευτυχής συνάντηση και συνεύρεση  του γήινου με το υπερβατικό!
Η παραμονή του ανθρώπου στο παράλογο, δηλώνει μια  πνευματική ένδεια, όσο και μια άρνηση της θείας του φύσης. Οι πράξεις, όσο και οι παραλήψεις του ενός δεν έχουν μόνον επιπτώσεις στη δική του ζωή, αλλά και στη ζωή των άλλων και κυρίως δεν έχουν επιπτώσεις, μόνον, αρνητικές, από απόψεως ιστορικής, αλλά έχουν αρνητικές επιπτώσεις και από απόψεως μεταφυσικής. Οι πράξεις, όσο και οι παραλήψεις λειτουργούν ως αιτίες που παράγουν αποτελέσματα ανάλογα. Είναι παράλογο να θέλουμε να αγνοούμε το νόμο αιτίου και αιτιατού. Η άγνοια στην προκειμένη περίπτωση εκφράζει μια τάση αυτοκαταστροφής.
Η έμφαση που δόθηκε στο βιοτικό και βιολογικό επίπεδο, απέσπασε τη νόηση του ανθρώπου από την πνευματική ανάταση και σαν συνέπεια διέκοψε την επαφή του με τη ζώσα πραγματικότητα και τη βίωση, τη συνειδητή, του παρόντος.

Η κακή μεταχείριση των αγαθών, η ανισότητα της κατανομής του πλούτου δεν εγγυώνται τη διάρκεια. Κι ενώ ο άνθρωπος στοχεύει στην επιβίωση και στην ευζωϊα του, το παράλογο είναι ότι διακυβεύει το μέλλον του καθώς και το ίδιο το μέλλον του πλανήτη γη, για το λόγο ότι έθεσε στόχους, αγνοώντας τη Σχέση του με τη φύση, με το σύμπαν, αγνοώντας τελικά τη ζωή ως Σχέση. Η νομοτέλεια της φύσης δεν περιορίζεται μόνον σε νόμους βιολογικούς, χημικούς και φυσικούς, αλλά είναι σχετική κυρίως με ηθικούς, οι  οποίοι εξασφαλίζουν την ισορροπία όλων των άλλων και με την ακρίβεια των μαθηματικών εξισώσεων εκφράζουν  το απόλυτο.

Τετάρτη 5 Ιουνίου 2013

Tο παιδί και ο μεγάλος, σοβαρότητα και σοβαροφάνεια

Το παιδί και ο μεγάλος
Σοβαρότητα και σοβαροφάνεια
Ποτέ μην υπόσχεσαι στο παιδί, όταν δεν είσαι αποφασισμένος να εκπληρώσεις την υπόσχεσή σου!
Η υπόσχεση που δίνεται στο παιδί γίνεται η αφετηρία ενός δούναι λαβείν που ανοίγει τη διαλεκτική του γίγνεσθαι. Από τη μια πλευρά η παιδική αθωότητα και από την άλλη το κύρος και οι γνώσεις του μεγάλου.
Τι μπορεί να συμβαίνει στο παιδί όταν δεν εκπληρωθεί η υπόσχεση;
  Αν λάβουμε υπ’ όψιν μας, ότι η ζωή είναι σχέση, η οποία λειτουργεί ως δούναι λαβείν μέσα στην αέναη ροή, τότε ο άνθρωπος που δεν βρίσκεται στη επίγνωσή της, αναχαιτίζει την ανταλλαγή ζωής. Καθώς διακόπτεται η ζωογόνα ροή αυτής της θετικής ενέργειας, δημιουργείται ένα κενό, ένα χάσμα κι αυτό αφήνει το παιδί ακάλυπτο.  Το παιδί τραυματίζεται και απορεί. Απορεί και μένει μέσα στον κόσμο ως άπορο. Χάνει την εμπιστοσύνη και την ασφάλεια.
Το παιδί  αντιμετωπίζει με σοβαρότητα τη ζωή. Πιστεύει, εμπιστεύεται, ελπίζει. Ως συμπαντικό ον, κύριο στοιχείο της έκφρασής του έχει το παιχνίδι. Ενστικτωδώς ανιχνεύει τον κόσμο μέσα στον οποίο βρίσκεται, ενώ διατηρεί τη μνήμη της ένθεης υποστάσεως κι εκφράζεται με ενθουσιασμό.
Η πίστη στο πρόσωπο του άλλου και στην υπόσχεση που του προτείνει, εγκαθιστά και τη μυθολογία της σχέσης, η οποία τρέφει και το όνειρο. Το παιδί εισπράττει την ασυνέπεια  ως διάψευση του ονείρου κι αυτό κλονίζει την ισορροπία του.
Αναζητά και πάλι έναν τρόπο να εμπιστευτεί, αν και εφόσον παραμείνει στην αθωότητα και δεν υποπέσει σε κανέναν ηθικό συμβιβασμό.
 Η ζωή ανοίγει τις πύλες της στην αθωότητα κι αυτή είναι που θα προσφέρει στο παιδί κι άλλες ευκαιρίες να παίξει, που ωστόσο τη διάψευση που υπέστη, δεν πρόκειται να τη ξεχάσει, ποτέ. Αν  προσπαθήσει να καλύψει το κενό, κάνοντας ένα βήμα προς τον κόσμο των μεγάλων, θέλοντας να τους μιμηθεί, αυτό θα σημάνει κιόλας μία απώλεια. Αλλά, εάν διατηρήσει την αθωότητα που συνιστά και την ψυχική υγεία και τη στηρίζει, θα αναζητήσει τις αιτίες της ασυνέπειας του μεγάλου, αυτό θα του προσφέρει μια αντίστοιχη γνώση, καθώς ακόμα και μία απόσταση. Έτσι, θα  μεταβάλλει το τραύμα σε γνώση και θα γίνει φίλος της σοφίας, τότε απαλλάσσεται και προχωρεί.
Η διάψευση του ονείρου θα γίνει στοιχείο δοκιμασίας και γνώσεως, μέσα απ’ αυτή θα προχωρήσει  στη μοναχικότητά του και θα συνειδητοποιήσει τη μοναδικότητά του.
Η οδύνη γίνεται προϋπόθεση παιδείας. Εισέρχεται στον εσωτερικό του κόσμο και προσεγγίζει την ίδια του τη ψυχή. Αντί να παιδεύει παιδεύεται.  Αξιώνει τα πάντα από τον εαυτό του. Έχοντας την α-λήθη και τον ενθουσιασμό ανακαλύπτει το μοναχικό του παιχνίδι στο οποίο θα  προσδώσει δημιουργική μορφή και έκφραση. Έτσι θα προκύψει η τέχνη, η καλή τέχνη. Ουσιαστικά, το παιδί λειτουργεί μέσα από το Είναι κι όχι το Έχειν, γι’ αυτό κύριο συντελεστή έχει την ύπαρξή του στο παιχνίδι. Παίζει για να εκφραστεί κι έτσι καλύπτει το κενό. Πορεύεται έχοντας πλέον την επαφή με τη ζώσα πραγματικότητα από την οποία δεν αποσυνδέεται. Άλλοτε θα εκφραστεί ως καλλιτέχνης, άλλοτε ως φιλόσοφος –αναζητητής κι άλλοτε ως επιστήμων.
 Η οποιαδήποτε δημιουργική ενασχόληση του παιδιού είναι αποδεκτή από το σύμπαν, για το λόγο ότι το παιχνίδι αυτό είναι κερδισμένο μέσα από τη γνώση του εαυτού και αποτελεί σημείο επαφής με το όλον. 
Τι θα συμβεί στον μεγάλο, ο οποίος δεν διατήρησε την υπόσχεσή του;
Ο συμβιβασμός και το ψέμα που λειτουργούν μέσα στο κοινωνικό κατεστημένο  θα γίνουν οι αιτίες ν’ απωλέσει τη σοβαρότητα και να ενστερνιστεί  τη σοβαροφάνεια. Εγκλωβισμένος στη συμβατική ηθική, υποκείμενος στο ένστικτο της επιβίωσης, αναζητά την εφήμερη ευχαρίστηση. Το παιδί δεν προσανατολίζεται προς την ευχαρίστηση αλλά προς τη χαρά. Διατηρώντας τη μνήμη μέσα από την αθωότητα αξιολογεί διαφορετικά. Κατά συνέπεια έχει άλλον προσανατολισμό, τον οποίο θα κατακτήσει συν τω χρόνω συνειδητά εάν και εφόσον διατηρήσει την επαφή του με τη ψυχή και με τη συνείδηση. Η χαρά εδώ αφορά τις δυνατότητες που θα προκύψουν μέσα από την αυτογνωσία και ουσιαστικά το παιχνίδι συμβάλλει σ’ αυτήν αποτελεσματικά. Τη χαρά, μέσα στον κόσμο των τριών διαστάσεων δεν μπορεί να τη διατηρεί δια μέσω του συμβατικού χρόνου, θα χρειαστεί να την κερδίζει ανά πάσα στιγμή παίζοντας σωστά το παιχνίδι στο αιώνιο παρόν.

Ο μεγάλος, συντάσσεται με τους άλλους, δημιουργεί έναν τρόπο σκέπτεσθαι κι έναν ανάλογο τρόπο ζωής, ο οποίος τον αποπροσανατολίζει από τη ψυχή και τη συνείδησή του. Υπό το καθεστώς των συμβατικών σχέσεων απομακρύνεται από τον τρόπο αναγνώρισης της ιδιαιτερότητάς του και αποκτά τρόπο ζωής και συνήθειες, μέσα στις οποίες λειτουργεί υποκείμενος στις ανάγκες.
Υποκείμενος στη συμβατική ηθική υποπίπτει στη δέσμευση του συμβατικού χρόνου, ανατρέχοντας στο παρελθόν ή αναπολώντας το μέλλον απουσιάζει από το αιώνιο παρόν. Ουσιαστικά, απουσιάζει από την ίδια τη ζωή την οποία αντιλαμβάνεται το παιδί ως μια υπόθεση που διαδραματίζεται στο παρόν. 
 «ὁ δε Ἰησοῦς εἶπεν· ἄφετε τα παιδία και μη κωλύετε αὐτά ἐλθεῖν προς με· τῶν γαρ τοιούτων ἐστίν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. (κατ. Ματθ.19,14)

Η αθωότητα δεν είναι μακράν της ζωής, αντίθετα είναι ένας τρόπος αποκρυπτογράφησης των κανόνων της και εισαγωγής στη θεία οικονομία.
Τα παιχνίδια  που προτείνονται μέσα από την κοινωνία και από τα συστήματα οδηγούν στην απώλεια. 
Σ’ αυτόν τον κόσμο που κατατείνει στον αυτοαφανισμό του, διατηρώντας ο άνθρωπος- παιδί, την ανάμνηση που προαναφέραμε εξακολουθεί να παίζει το δικό του παιχνίδι, όπως ένα παιδί σε μια ακρογιαλιά, προσπαθώντας να μη χάσει την επαφή του με την ίδια τη ζωή και τους νόμους της.

Μέσα στο σύμπαν οι ισχύοντες νόμοι διεκδικούν τον ίδιο τον άνθρωπο για να του προσφέρουν την περαιτέρω γνώση σε μια προσωπική προσέγγιση προς τις αξίες. Το μέτρο που είναι άριστο και η αυτογνωσία οδηγούν στην περαιτέρω πορεία του και αξιώνουν τον ίδιο, όχι απλώς ως φυσικό ον, αλλά και ως μεταφυσική οντότητα.

                                                              
ΑΛΚΜΉΝΗ ΚΟΓΓΙΔΟΥ

                                                               
Ποιήτρια-δοκιμιογράφος