Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2017

Φιλοσοφία-Θεολογία

Φιλοσοφία-Θεολογία
Η αγάπη προς τη σοφία, ωθεί στην αναζήτηση της αλήθειας, που αποτελεί το γνωστικό αντικείμενο της φιλοσοφίας. Κι όπως έλεγε ο Πυθαγόρας, ο Θεός, μόνον, είναι σοφός, ο άνθρωπος μπορεί να γίνει φίλος της σοφίας.
Προϋπόθεση για τη γνώση της αλήθειας είναι η ελευθερία. «γνώσεσθε την αλήθεια και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (κατ. Ιωάνν. 8,32)
Πνευματική εξέλιξη χωρίς ελευθερία δεν επιτυγχάνεται. Υπάρχει η ψευδαίσθηση περί αυτής, όταν κάνει κανείς ό,τι επιθυμεί, αγνοώντας, όχι τον άλλον, μόνον, αλλά τη ζωή ως κατάσταση σχέσεως.
Η ελευθερία του ανθρώπου είναι σχετική με μια βαθύτερη γνώση που κυοφορεί η άχρονη ύπαρξή του, η οποία τον συνδέει με το παρόν. Η γνώση αυτή δεν μεταδίδεται και δεν μεταβιβάζεται ως πληροφορία, αλλά αφορά μία προσωπική κατάκτηση που φέρει στην επίγνωσή του τη σχέση του με τον άλλον και το όλον (συνειδητότητα της αγάπης).
Η φιλοσοφία, ουσιαστικά, εισέρχεται στο χώρο της Θεολογίας, για το λόγο ότι η αλήθεια δεν είναι άσχετη με το Θεό και τη σχέση του με τον άνθρωπο. Εξάλλου, είναι αδύνατον, χωρίς αυτογνωσία να υπάρξει θεογνωσία και αντίστοιχη θεολογία, γι’ αυτό τα όρια ανάμεσα στη φιλοσοφία και στη θεολογία είναι ακαθόριστα και μη διακριτά.
Όσο προχωρεί κανείς στη γνώση της αλήθειας του Εαυτού, μέσω της φιλοσοφίας, τόσο ανοίγεται το πεδίο της υπερβατικής του φύσεως, που τον συνδέει με το όλον. Όσο προχωρεί στο βάθος της υπάρξεως, τόσο ανακαλύπτει τη σχέση του με το απόλυτο, το οποίο δεν το βρίσκει μέσα στον κόσμο της σχετικότητας. Εδώ, υπό το κράτος της υλιστικής κοσμοθεωρίας, ο άνθρωπος περιορίζεται μέσα σε όρια, η σχέση του όμως με το σύμπαν υπάρχει, άσχετα, εάν έχει υποστεί τη λήθη και πλέον δεν τη γνωρίζει. Υπό την επίδραση του χρόνου και της πλάνης των αισθήσεων δεν μπορεί να ανακαλύψει ο άνθρωπος τη σχέση του με την πηγή της αλήθειας.
Είναι γνωστό ότι στη βιολογική δομή του ανθρώπου υπάρχουν όρια. Επόμενο, είναι, λοιπόν, να βρίσκεται υποκείμενος σ’ αυτά. Όμως δεν είναι μόνον φυσικό όν! Ο Θεός μεσολαβεί δια μέσω του Λόγου ώστε να δοθεί ο σαφής προσανατολισμός προς την άχρονη αξία της υπάρξεως η οποία δοκιμάζεται μέσα στη σχετικότητα.
Μέσω του μυστηρίου της σχέσεως με το Λόγο επέρχεται η διάρρηξη των ορίων του ώστε να εισέλθει σ’ αυτή την πηγή, η οποία αφενός μεν είναι ακένωτη κι αφετέρου τον συνδέει με το άπειρο στο οποίο ανήκει.
Η φιλοσοφία προ Χριστού ως ένα αποτέλεσμα εξελιγμένων οντοτήτων, ήταν ένθεη και έφτασε, όπως γνωρίζουμε, σε πολύ μεγάλα ύψη στην αρχαία Ελλάδα, οι οποίες διαπέρασαν το χρόνο με τη σκέψη τους. Μετά Χριστόν, η φιλοσοφική σκέψη δεν είναι δυνατόν, να αγνοήσει ή να παρακάμψει την ιστορική πραγματικότητα της θεανθρωπήσεως του Λόγου.
Η αλήθεια αποκτά πρόσωπο και κατατίθεται ως Λόγος. «εγώ ειμί η οδός η αλήθεια και η ζωή».
Μετά απ’ αυτή την κατάθεση χρεώνεται η ανθρωπότητα ολόκληρη και ο καθένας προσωπικά.
Η διάσταση του χρόνου, όπως είναι γνωστό, γίνεται αντιληπτή μέσα από τις μεταβολές της ύλης που συμβαίνουν στο φυσικό επίπεδο. Αν δεν υπήρχε η περιοριστική αντίληψη που υπαγορεύεται από τις αισθήσεις του ανθρώπου, η κοσμοθεωρία του υλισμού δεν θα έβρισκε έδαφος.
Η σκέψη γίνεται ανάλογη, πάντα, με την παιδεία και το επίπεδο συνειδητότητας, όσο ο άνθρωπος προχωρεί στην αυτογνωσία του, τόσο αίρονται οι δεσμεύσεις του και ανοίγονται οι ορίζοντες.
Οι επιπτώσεις του χρόνου στο φυσικό σώμα είναι αισθητές, αλλά η ελευθερία του ανθρώπου έγκειται στη δυνατότητά του να μην κυριαρχείται από το σώμα και τις αισθήσεις του. Αυτό είναι εφικτό και συμβαίνει, μόνον στην περίπτωση που αποκτά επίγνωση της άχρονης υπάρξεώς του και της αδιάλειπτης συνέχειας της ζωής! Τότε χρησιμοποιεί το σώμα ως μέσον. Το σώμα όπως γνωρίζουμε θεωρήθηκε σήμα-τάφος από τους Ορφικούς και αυτό πίστευε και ο Πλάτων. Ο Ελληνικός Πολιτισμός στην αρχαιότητα προέβαλε την ένθεη φύση του ανθρώπου και τον ένθεο προορισμό του.
Η γνώση του Εαυτού και της άχρονης υπάρξεως δεν κοινολογείται αλλά είναι δυνατόν να κατακτηθεί μέσω της προσωπικής μυήσεως, γι’ αυτό υπήρχαν τα μυστήρια στην αρχαιότητα. Σήμερα, η γνώση αυτή προϋποθέτει μια πορεία αυτογνωσίας που επιλέγει ν’ ακολουθήσει κανείς, κατόπιν ελεύθερης δικής του επιλογής. Η πορεία αυτή θα πρέπει να έχει ένα σημείο αναφοράς.
Η αλήθεια δεν είναι κατάκτηση της διάνοιας μόνον. Ο στοχασμός από μόνος του δεν είναι αρκετός, για το λόγο ότι ο άνθρωπος είναι τρισυπόστατος. Η μετοχή του στη γνώση είναι μετοχή και των τριών του υποστάσεων.
Η ύπαρξη είναι δέκτης. Πομπός είναι ο Θεός. Η αποκαθαρμένη ύπαρξη γίνεται δεκτική του Λόγου.
Σ’ αυτό το σημείο μεσολαβεί το μυστήριο της κλήσεως!
Προηγείται το κενό κι έπεται το καινούργιο, δηλαδή, ο Θεός προσφέρει το καινούργιο, εφόσον διατεθεί ο άνθρωπος ως κενό σκεύος.
Η αναγωγή προς το απόλυτο είναι ο σαφής προσανατολισμός προς τη συν Θεώ επίγνωση της αλήθειας.
Η σχέση είναι μια άφατη πραγματικότητα και προσεγγίζεται διαμέσου της συνειδήσεως, η οποία είναι ανεξάρτητη του φυσικού σώματος και δεν περιορίζεται στα όρια του χρόνου. Γι’ αυτό ό άνθρωπος, όταν λάβει αυτήν την επίγνωση, χρησιμοποιεί το σώμα ως μέσον.
Η κοσμοθεωρία του υλισμού που έδωσε την εντύπωση ότι η ζωή περιορίζεται μέσα στο χρόνο είναι ένα λάθος που επιβλήθηκε εις βάρος της αξίας του ίδιου του ανθρώπου και της πνευματικής του εξελίξεως, ετοιμάζοντας το έδαφος της αδικίας και της εκμεταλλεύσεώς του.
Η αξία του ανθρώπινου όντος αποδεικνύεται όταν αναγνωρίσει την άχρονη και αδιάλειπτη ζωή στην οποία η επίγνωση της αλήθειας τον οδηγεί.
Το μαρτύριο του ανθρώπου παίρνει νόημα από το μαρτύριο του Θεού. Δεν είναι κατάσταση βασανιστική αλλά μια εκούσια διάρρηξη των ορίων, που δέχεται να την υποστεί. Πέραν τούτου ανοίγονται οι ορίζοντες και λαμβάνοντας τη Χάρη αποκτά υπερφυσικές δυνατότητες (άγιοι).
Η αγάπη και ο προσανατολισμός προς την αλήθεια είναι ένα αναφαίρετο υπαρξιακό δικαίωμα και συνάμα και χρέος που καλύπτει τη βαθύτερη ανάγκη του ανθρώπου για τη Γνώση. Όταν γνωρίσει το νόημα αυτής της ζωής, τότε η ύπαρξή του θα αποκτήσει την πραγματική της αξία και τότε οποιαδήποτε δοκιμασία θα ερμηνευθεί με το σωστότερο τρόπο. Αν και η αγάπη του Θεού είναι ασύλληπτη από τον άνθρωπο ωστόσο δεν είναι απρόσιτη από τον ίδιο καθώς την ανακαλύπτει σταδιακά μέσω της αυτογνωσίας του.
Αλκμήνη Κογγίδου
Ποιήτρια-δοκιμιογράφος

Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 2017

Η ΖΩΗ ΩΣ ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ

Η ΖΩΗ ΩΣ ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ
 Το άχρονο παρόν,  που είναι ασύλληπτο από τις αισθήσεις, δεν διακόπτεται· η επίγνωση αυτού, όμως, είναι δυνατόν να διακοπεί από τη μεσολάβηση του ενστίκτου, το οποίο περιορίζει στη βιολογική περιχαράκωση των ορίων της ατομικότητας  καθώς ο άνθρωπος διαβεί μέσα στο χώρο και στο χρόνο.
 Υπό την επίδραση του ενστίκτου της αυτοσυντηρήσεως, της αντιλήψεως του γραμμικού χρόνου, της εξαρτήσεως  από τις αισθήσεις που εξαπατούν και των συμβατικών σχέσεων, επέρχεται, σταδιακά, η λήθη.
Πράγματι, κατά την μετάβαση της ψυχής, από την υπερβατική κατάσταση υπάρξεως, στην αισθητή και υλικοχωροχρονική, επέρχεται η λήθη και τότε διακόπτεται η επίγνωση της  αδιάλειπτης συνέχειας του άχρονου παρόντος, με συνέπεια  ο άνθρωπος να καθεύδει στο γραμμικό χρόνο.
Καθώς αγνοεί ότι η ζωή λειτουργεί εν σχέση και, παράλληλα, αγνοεί την αδιάλειπτη συνέχεια του άχρονου παρόντος που εξακολουθεί να υφίσταται και στη Τρίτη διάσταση, βιώνει το χρόνο ασυνείδητα και εκλαμβάνει την υλικοχωροχρονική διάσταση ως ζωή, για το λόγο ότι είναι η μόνη που γίνεται αντιληπτή από τις αισθήσεις του και το επικρατούν πνεύμα σύμφωνα με την κοσμοθεωρία του υλισμού. Η αλήθεια δεν αφορά μόνον αυτήν την  πραγματικότητα που γίνεται αντιληπτή δια μέσω των αισθήσεων.
Υπάρχουν και υπήρχαν πάντα κάποιοι σοφοί που δεν υπέστησαν την λήθη. Στον Πλατωνικό «Γοργία» είναι αξιόλογη μια αναφορά του Σωκράτους στους στίχους του Ευριπίδη «Τίς δ’οἷδεν εἱ το ζῆν μεν ἐστί  κατθανεῖν το κατθανεῖν δε ζῆν» («ποιος μπορεί να γνωρίζει αν το να ζει κάποιος σημαίνει πως ακόμα είναι νεκρός, ενώ θα εισέλθει στη ζωή όταν θα έχει ήδη πεθάνει;») (Ευριπίδης 480-406 πΧ )
Η αλήθεια ως έννοια απόλυτη ειδοποιεί τον άνθρωπο για έναν άχρονο προσανατολισμό! Στην περίπτωση που αφαιρούμε το στερητικό άλφα από τη λέξη, επέρχεται η λήθη. Τότε, αποσπάται από τη δική του μοναδικότητα και εισέρχεται στο πνεύμα του κόσμου.  Αυτό, λοιπόν, από το οποίο κινδυνεύει είναι η λήθη για το λόγο ότι αυτή, επιφέρει τον υπαρξιακό θάνατο. Αντιθέτως, όταν μεσολαβεί η α-λήθη, μνήμη, η επίγνωση του παρόντος είναι αδιάλειπτη.

Στη σχετικότητα του χωροχρόνου ο άνθρωπος  ενεργεί μέσω του ενστίκτου της επιβιώσεως, ως επί τω πλείστον, αποσπασμένος από τη συνείδηση και τη ψυχή και κατά συνέπεια αποκομμένος από τη ζωή που λειτουργεί εν σχέση.
 Καθώς  διακόπτεται η επαφή  με την αλήθεια, επέρχεται, αντίστοιχα, και η διακοπή της διαρκούς επαφής της εποπτικής ματιάς της συνειδήσεως, με συνέπεια, υποκείμενος στη λήθη και στην άγνοια  να καθίσταται, ανεπίγνωτα, ένοχος.

Το γεγονός ότι η ζωή λειτουργεί εν σχέση αφορά μια μεγάλη συμπαντική αλήθεια! Λέγοντας «ζωή», δεν την εννοούμε μόνον στο φυσικό πεδίο, ακόμα, κι αν εννοούσαμε μόνον το φυσικό πεδίο, αυτό δεν είναι άσχετο με τα άλλα πεδία και τις άλλες διαστάσεις που συνυπάρχουν και αλληλεπιδρούν.
Ο άνθρωπος αποκτά την επίγνωση ότι είναι μέρος του όλου, μέσω της μυήσεως στο Λόγο, τότε η  μετοχή του στο συνεχές παρόν, στο άχρονο διηνεκές  είναι συνειδητή και αδιάλειπτη. Ως μέρος του όλου καθίσταται υπεύθυνος ως προς  κάθε λεπτομέρεια  που έχει τη συμβολή της μέσα τη θεία Οικονομία και αναλαμβάνει, σύμφωνα με τα τάλαντά του, να εργαστεί με προσανατολισμό το Απόλυτο.
Η ενεργός μετοχή της συνειδήσεως τον ανάγει στην επίγνωση της σχέσεως, έτσι βεβαιώνεται  ότι το παν είναι Εν.

Ο Θεός Λόγος επιχειρεί την αφύπνιση:  «ἀκολούθει μοι, και ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκροὺς» ( κατ. Ματθ. 8,22)
Προσανατολίζει, με  θεϊκή σοφία, τον άνθρωπο, που διατίθεται και έχει την ανάλογη ετοιμότητα, στο Απόλυτο.
Το «ἀκολούθει μοι»! απευθύνεται σ’ έναν από τους μαθητές ο οποίος έδειξε τη διάθεση να Τον ακολουθήσει.  ῞Ετερος δὲ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ· Κύριε, ἐπίτρεψόν μοι πρῶτον ἀπελθεῖν καὶ θάψαι τὸν πατέρα μου. (κατ. Ματθ. 8, 21)
Είναι γνωστό ότι η αγάπη του Θεού σέβεται την ελευθερία της επιλογής του ανθρώπου «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν…» (Κατ. Μάρκ. 8,34)
Τον καλεί άμεσα στο παρόν, τον αποτρέπει από το να αναβάλλει. Καμία αναβολή, εξ’ άλλου δεν μένει χωρίς συνέπειες, αναφορικά προς τη ζωή, όπως την εννοεί ο Κύριος.
Ο λόγος Του μας αφορά και καλόν είναι να μας καταστήσει ανήσυχους.

Η ανησυχία που μας υποβάλλεται είναι σωτηριακή ώστε να θέσουμε στον εαυτό μας την  ερώτηση
 Ποιούς  θεωρεί ζωντανούς και ποιους νεκρούς;
 Το «ἀκολούθει μοι» συνιστά μια πορεία συνεχών υπερβάσεων που συντελούν στην εξέλιξη. Αρχικά, δίνει την εντύπωση ότι προβαίνει ο άνθρωπος σε θυσίες, ωστόσο αυτές μεσολαβούν για την περαιτέρω γνώση των δυνατοτήτων του, αποτελούν, λοιπόν, τρόπο αυτογνωσίας και ελευθερίας.
Μπορεί να θεωρηθεί ανίερο από τους σκεπτόμενους συμβατικά, αυτό που προτρέπει ο Κύριος, να αφήσει τον νεκρό πατέρα του ο μαθητής και να Τον ακολουθήσει.
Ο Θεός Λόγος αποσπά από κάθε σύμβαση αυτόν που θέλει να Τον ακολουθήσει και τον οδηγεί στο Απόλυτο.
Η σχέση του ανθρώπου με το Λόγο είναι προσωπική. Ο Κύριος απευθύνεται προσωπικά στον καθένα ανάλογα με τον καθένα. Οι μαθητές, οι απόστολοι,  οι μάρτυρες, οι άγιοι κλπ..με την ιδιαιτερότητα της ζωής και της μαρτυρίας τους, απέδειξαν,  μέσα από μια μοναδική πορεία εξελίξεως, ελευθερίας, αυτογνωσίας και ανάλογης υπηρεσίας στο Θέλημα του Θεού, ότι η σχέση με το Λόγο είναι προσωπική.

Ο Λόγος ενεργοποιεί τις δύο αθάνατες αξίες, τη ψυχή και τη συνείδηση. Ο άνθρωπος που Τον ακολουθεί και μυείται, αποκτά επίγνωση της αθανασίας του.
Η επίγνωση της αθανασίας αποτελεί ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα των ζωντανών. Καθώς, επίσης, και η συνείδηση της σχέσεως από την οποία προκύπτει η εποπτική ματιά κι ο αυτοέλεγχος, αλλά και η εγρήγορση που προέρχεται από την ηθική ευθύνη κι ενεργοποιεί τη σκέψη και την πράξη. Ο ζωντανός βρίσκεται σε μια αέναη κίνηση η οποία λειτουργεί με τη συγκίνηση.  
Η υπέρτατη αγάπη και σοφία, δια μέσω του Λόγου, καλούν στην περαιτέρω πορεία η οποία διευρύνει τη συνειδητότητα και προσφέρει τη βεβαιότητα στον άνθρωπο ότι είναι μέρος του όλου.
Εάν, η βιολογική και βιοτική μέριμνα κυριαρχήσουν, ο άνθρωπος αναλώνεται σε μια κίνηση επίπεδη, μηχανική και επαναληπτική, αγνοώντας τις λεπταίσθητες εκφάνσεις της ψυχής και της συνειδήσεως. Τότε  αποσπάται από την αλήθεια και χάνει την εγρήγορση, με συνέπεια να συσσωρεύει ενοχές και μάλιστα ανεπίγνωτες. Δεν του δίνεται η προοπτική της εξελίξεως ως μονάδα και μοναδικότητα. Αποσπάται από την αλήθεια, σημαίνει αποσπάται από τη ζωή, η οποία είναι αδιάλειπτη.

Ότι, η ζωή είναι κίνηση αέναη, που επιτελείται με τη συγκίνηση, τούτο δηλώνει την προϋπόθεση της σχέσεως, παράλληλα, προϋποθέτει και μια κίνηση αναγωγική προς το Εν. Δεν υπάρχει στην προϋπόθεση αυτή, ούτε στιγμή που να σημειώνεται η επανάληψη και η στατικότητα.  Εάν, ο άνθρωπος δεν διατεθεί ως προς την κίνηση αυτή της ζωής,  επέρχεται η απομόνωση στα όρια της ατομικότητας.
Πλήττει και πλήττεται, πότε πλήττει; όταν επαναλαμβάνεται μέσα στα όριά του που δεν του δίνουν την ευκαιρία της εξελίξεως..
Οι ενοχές, αντίθετα από τη ζωή που κινείται, αναγωγικά, δια μέσω της συγκινήσεως προς το Εν, υποκείμενες σ’ έναν άλλον νόμο, λειτουργούν κατά τρόπον ανάλογο με τη βαρύτητα. Δεσμεύουν τη ψυχή και την έλκουν προς τα χαμηλά επίπεδα.  
Αν σκεφτούμε ότι η ψυχή και η συνείδηση είναι αιώνιες κι άχρονες, τότε η επίγνωση τους ανάγει τον άνθρωπο στο άχρονο διηνεκές, δηλαδή, στο παρόν, που διαρκεί επ’ άπειρον! Αυτές, λοιπόν, οι δυο αξίες δεν διακόπτονται κατά τη διέλευση του ανθρώπου από την Τρίτη διάσταση.  Η ύπαρξή τους, όμως, δεν είναι αρκετή ώστε να χαρακτηρίσουμε ζωντανούς τους ανθρώπους, εάν δεν έχουν την επίγνωση αυτών. Η Αλήθεια είναι σχετική με το Δίκαιο κι αυτός είναι ο λόγος που η αναγωγή προς αυτήν είναι παράλληλα και μια υπηρεσία αέναη. Δεν είναι η μετοχή αυτή άσχετη προς την αξία του, αντίθετα την αναδεικνύει. Καθώς ο ίδιος βρίσκεται σε μια συνεχή πορεία υπερβάσεων αποκτά επίγνωση της ένθεης υποστάσεώς του. Θα ήταν λάθος να θεωρήσει κανείς ότι οι υπερβάσεις αποτελούν μία κοπιώδη μέριμνα αντίθετα προσφέρουν τη χαρά της ελευθερίας και τη διεύρυνση των ορίων ενώ  φυσικά βιώνει το γραμμικό χρόνο υπό την εποπτεία της συνειδήσεως.
Αλκμήνη Κογγίδου

Ποιήτρια-δοκιμιογράφος