Δευτέρα 22 Ιουλίου 2013

Αρχαία Μυστήρια- ο Σταυρός

Αρχαία Μυστήρια- ο Σταυρός

Απαραίτητες προϋποθέσεις μύησης στα Ελευσίνια Μυστήρια ήταν, εκτός από την  ανιδιοτέλεια, το να μην παρακινείται ο υποψήφιος από περιέργεια και οπωσδήποτε να κατέχει καλά την ελληνική γλώσσα.
Ο  λόγος που απορρίπτονταν η περιέργεια ως κίνητρο προς μύηση είναι προφανής·  παρακινεί τον άνθρωπο να γνωρίσει το επιστητό κι ό,τι έχει σχέση με τον εξωτερικό κόσμο. Γι’ αυτό ακριβώς συνιστά ένα επιφανειακό κίνητρο γνώσης. Αρχικά, την ανάγκη απόκτησης γνώσεων που να εξυπηρετούν τον ίδιο τον άνθρωπο ως βιολογικό ον, υπαγορεύει το ένστικτο της επιβίωσης. Προκειμένου να υπερασπίσει τον εαυτό του να προστατευθεί, να αμυνθεί, έναντι των ποικίλων εχθρών της υγείας του, χρειάστηκε να γνωρίσει και εφεύρει τρόπους, μεθόδους, άμεσα πρακτικούς και αποτελεσματικούς.

Τα φαινόμενα είναι απατηλά και μέσω αυτών διαμορφώνεται μια παραπλανητική εικόνα.  Αυτό ισχύει και προς κάθε προσέγγιση, ακόμα και στον επικοινωνιακό τομέα. Δεν μπορεί να γνωρίσει κανείς ποτέ τον άλλον, να τον προσεγγίσει, να τον κατανοήσει, εάν περιορίζεται στο φαινόμενο. Η βαθύτερη γνώση του Εαυτού, που μεσολαβεί ως σημείο επαφής, προϋποθέτει μια διείσδυση στην ουσία. Χωρίς αυτήν, είναι αδύνατη η προσπέλαση προς την Αλήθεια, η οποία μεσολαβεί και στον τομέα της επικοινωνίας, αλλά και πέρα απ’ αυτό, η σχέση με το περιβάλλον, με το φυσικό πλαίσιο δεν λειτουργεί, εάν η προσέγγιση αφορά και μόνον το φαινόμενο.
Η περιέργεια ως κίνητρο οδηγεί στην απόκτηση γνώσεων σε θεωρητικό επίπεδο.  Η απόκτηση θεωρητικών γνώσεων, συχνά, εκτρέφει μια μορφή υπερηφάνειας και φιλαυτίας. Ο άνθρωπος που κατέχεται από περιέργεια δεν διατίθεται να υποστεί τη δοκιμασία.
Το πραγματικό κίνητρο της γνώσης οφείλεται σε μια βαθύτερη ανάγκη. Αυτός που θέλει να γνωρίσει κι όχι να καλύψει την περιέργειά του, έχει πραγματικό ενδιαφέρον  κι είναι διατεθειμένος να καταβάλει το ανάλογο  προσωπικό κόστος. Πηγαίνει αποφασισμένος να υποστεί δοκιμασίες.
Η αποφασιστικότητα που προκύπτει από την υπαρξιακή ανάγκη βρίσκεται σε άλλο επίπεδο, τελείως διαφορετικό. Το επίπεδο αυτό ανοίγεται, συνεχώς, μέσα στο αδιαπέραστο άγνωστο του Είναι. Επιστρέφοντας, λοιπόν, ο άνθρωπος σ’ αυτή την πηγή προχωρεί για να συνδεθεί με τη Μνήμη, την Α-λήθη. Για ν’ αποκτήσει αυτή την παραδείσια γνώση της γαλήνης, μετέρχεται των μέσων που μεσολαβούν ως περιοριστικά φράγματα της αντίληψης που του προσφέρουν οι αισθήσεις του. Μεσολαβούν βιώματα και δοκιμασίες που προϋποθέτουν τη θυσία, το νόημά της οποίας είχαν αντιληφθεί οι αρχαίοι  Έλληνες και άλλοι αρχαίοι λαοί.
Η έγκλειστη ατομικότητα περιχαρακωμένη από την περιοριστική αντίληψη δεν δύναται να αντιληφθεί το μυστήριο της Σχέσης. Οπωσδήποτε, θα πρέπει για να συμβεί αυτό, να διασπαστούν τα όρια ανάμεσα στο εγώ και το εσύ, σε πρώτη φάση. Εάν, παραμείνει ο άνθρωπος, αποκλεισμένος στη φυλακή του εγώ, κινδυνεύει να υποστεί τον υπαρξιακό θάνατο.
Η κατανόηση της ετερότητας μετέρχεται κάποιων δοκιμασιών για το λόγο ότι θα πρέπει να αποδεχθεί  να καταβάλει μια δυσάρεστη προσπάθεια που τον αναγκάζει να υπερβεί τα δικά του όρια. Τότε, ανοίγεται προς τον άλλον κι αυτό είναι ένα βήμα προς την ουσιαστική επικοινωνία.
Αν τώρα, θελήσουμε να υπερβούμε και τη βιολογική περιχαράκωση, η οποία παγιδεύει την ψυχή, τότε εδώ, άλλες δοκιμασίες διαρρηγνύουν τα όρια για να συμβεί η μετάβαση από το φυσικό στην αντίληψη του υπερφυσικού. Το να καταστεί ο άνθρωπος γνώστης της υπαρξιακής και οντολογικής ιδιότητας, αυτό δεν είναι δυνατόν να συμβεί δια μέσω της θεωρητικής γνώσεως. Ποτέ δεν θα ξέρει κανείς τι σημαίνει φωτιά, αν δεν έχει καεί κι αυτό που αναδύεται μέσα από την υπερβατική φύση του ανθρώπου και του γίνεται γνωστό, προέρχεται από τη Μνήμη.
Στον κόσμο των τριών διαστάσεων, ο περιορισμένος από τις αισθήσεις,  υποπίπτει στην πλάνη και στην αυταπάτη, γεγονός που επιφέρει τη λήθη της ένθεης υπόστασής του.
Η σχέση με τη Ψυχή προϋποθέτει μια πορεία υπερβάσεων. Αυτό που αποδεικνύει στον άνθρωπο το γεγονός της αθανασίας του, είναι αδύνατον να συμβεί, εάν δεν υποστεί τη βιωματική γνώση, η οποία αναγάγει την περιορισμένη του ύπαρξη στη διάσταση που τον οδηγεί στην ψυχή. Τα μυστήρια είχαν αυτό τον σκοπό να δώσουν στον άνθρωπο τη βεβαιότητα πως είναι αθάνατος και μέσα απ’ αυτή τη βεβαιότητα, γίνεται κάθε συμμετοχή του στη παρούσα φάση των τριών διαστάσεων πολύ εποικοδομητική και δημιουργική. Ταυτόχρονα, προσφέρει κι ένα αίσθημα ελευθερίας, καθώς απεγκλωβίζει από την περιοριστική αντίληψη που θεωρεί τον θάνατο ως τέλος της ζωής.
Η μύηση αφυπνίζει την ενυπάρχουσα γνώση , αφυπνίζει τη μνήμη της θείας του καταγωγής.
Η αποφασιστικότητα για την μύηση είναι καθαρά προσωπική και ενέχει ένα προωθημένο στάδιο αυτογνωσίας, που σαφώς περιέχει τη δυνατότητα της αναθεώρησης. Η ελευθερία του ανθρώπου να θαυμάζει τον οδηγεί στη δυνατότητα να μπορεί και να πιστεύει.
Οι προϋποθέσεις αυτές υπάρχουν εν δυνάμει στη ψυχή.
Ο νους για την αναγωγή στο υπερβατικό έχει πλοηγό τον Λόγο.
Η γνώση της ελληνικής γλώσσας ήταν απαραίτητη προϋπόθεση  για τη μετοχή στα μυστήρια. Στη μύηση έπαιζε καθοριστικό ρόλο η δυναμική των λέξεων, οι οποίες αποτελούσαν κώδικες που άνοιγαν ορίζοντες πρόσβασης στο υπερβατικό. Ας μη ξεχνούμε ότι η ελληνική γλώσσα έχει προέλευση συμπαντική και κάθε λέξη της δεν είναι ένα σύμβολο, απλώς, που περιγράφει μια πραγματικότητα, αλλά  σ’ αυτήν ταυτίζονται η σημασία και το νόημά της.
Ο Κύριος Ιησούς Χριστός όταν τον ζητούσαν οι Έλληνες είπε : «ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθεί ο υιός του Ανθρώπου» Σαφώς εννοούσε την Ελληνική ως την πιο κατάλληλη γλώσσα για να παραδώσει τον Λόγο στα χέρια της οικουμένης.
Η ελληνική γλώσσα ως όχημα ανάγει στο θείο και το συμπαντικό ιδίωμα.


Μήπως όμως τα μυστήρια ανήκουν στο μακρινό παρελθόν και πλέον αναφερόμαστε σ’ αυτά θεωρητικά ωσάν να συνέβησαν κάποτε, έχουν όμως  παρέλθει ανεπιστρεπτί;

Ένα άλλο ερώτημα είναι :επιτελείται και πώς η μύηση στην εποχή μας, αν φυσικά είναι δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο σήμερα και  με ποια μορφή ;

Όταν η Σίβυλλα είπε ουκ έστι λάλων ύδωρ, εξήγγειλε το τέλος των μυστηρίων. Το λάλων ύδωρ μας έρχεται πλέον στην ανθρωπότητα με τη μορφή του Θεού –Ανθρώπου και ο Λόγος συνεχίζει, πλέον, τη μύηση στα μυστήρια.

Η μύηση για να επιτελεστεί χρειάζεται ένα ραβδάκι. Ένα μαγικό ραβδάκι κι αυτό είναι ο Λόγος και κατεπέκτασιν ο διάλογος. Ο διάλογος με την προϋπόθεση ότι κατευθύνεται από έναν  μύστη, καθοδηγείται σωστά.
Το κίνητρο της περιέργειας σίγουρα δεν έχει στοιχεία ηθικά. Πάντα, βέβαια, ήταν ολίγοι αυτοί οι οποίοι έφθαναν στην ανώτερη μύηση αλλά το ίδιο θα πει κι Εκείνος : πολλοί οι κλητοί ολίγοι οι εκλεκτοί.

 Η εισαγωγή στα μυστήρια προϋποθέτει μία ετοιμότητα ικανή να δεχθεί και να αναγνωρίσει ό,τι υπερβαίνει τις αισθήσεις. Αυτοί οι οποίοι μυήθηκαν στο Λόγο, κλήθηκαν κατ’ επιλογήν του Θεού και φανέρωσαν τα χαρίσματα του Αγ. Πνεύματος.
Αν σταυρώσει ο άνθρωπος το εγώ, από ’κει και πέρα αναδύεται η θεία υπόσταση και ελευθερώνεται, γι’ αυτό ο Σταυρός είναι σύμβολο σωτηρίας. Ο Σταυρός έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη φυγοπονία που προέρχεται από το ένστικτο της επιβίωσης.
 Η  κοσμοθεωρία του υλισμού έδρασε σε βάρος του ίδιου του ανθρώπου με αποτέλεσμα να τον περιορίσει στη ζωώδη του φύση κι ακόμα να δώσει έμφαση στη διάνοια. Η συσσώρευση θεωρητικών γνώσεων  συμβαίνει να γίνεται ένας μονόδρομος επικίνδυνος, αφήνοντας πίσω τον ίδιο τον άνθρωπο κι άλλοτε χρησιμοποιώντας τον μέσα στους μηχανισμούς των συστημάτων.
«Σταυρός δαιμόνων το τραύμα» αναφέρεται σ’ ένα εξαποστειλάριο της Εκκλησίας.
Το δαιμονικό στοιχείο κατοικοεδρεύει σ’ αυτήν την ίδια τη φυγοπονία, την αδυναμία που ευθύνεται για την παραμονή του ανθρώπου στο εύκολο.


Μετά το τέλος των μυστηρίων με τη μορφή που λειτουργούσαν στην αρχαία Ελλάδα έχουμε μια περίοδο που μεσολαβεί μέχρι την εμφάνιση του Χριστού.
Το μυστήριο της ενανθρωπίσεως του Λόγου συνακολουθούν όλα τ’ άλλα μυστήρια που σημάδεψαν την επί της γης παρουσία Του.
 Ο Λόγος και η ενανθρώπιση του, συνιστά αυτό καθ’ αυτό ένα γεγονός, που από μόνο του δεν μπορεί να αιτιολογηθεί και να κατανοηθεί, γι’ αυτό μια λέξη υπάρχει για να την περιγράψει: Μυστήριο. Έχουμε την επανεμφάνιση των μυστηρίων με την εμφάνιση του Λόγου. Η μύηση του ανθρώπου στο Λόγο συνιστά μυστήριο και δεν συνέβη μόνο στους αποστόλους που γνώρισαν το Χριστό με το φυσικό του περίβλημα. Συνέβη και μετά την ανάσταση και την ανάληψή Του σε χιλιάδες κατά την ημέρα της Πεντηκοστής καθώς και σε όσους  χωρίς να Τον δουν και να Τον αγγίξουν πίστεψαν σ’ Αυτόν και αυτό ήταν μόνο η αρχή για τη μύησή τους.



ΑΛΚΜΗΝΗ ΚΟΓΓΙΔΟΥ

ΠΟΙΗΤΡΙΑ -ΔΟΚΙΜΙΟΓΡΑΦΟΣ

Παρασκευή 12 Ιουλίου 2013

H μοναξιά του συγχρόνου ανθρώπου

Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
  
Η μοναξιά του ανθρώπου είναι αναπόδραστη συνέπεια, καθώς ο ίδιος από αιώνες πριν έως σήμερα διέρχεται  ως αγνοών και αυτοαγνοούμενος. Στις υπάρχουσες σχέσεις δεν αίρεται η μοναξιά, χωρίς αυτό να αποτελεί ένα βασικό πρόβλημα. Η ασύνειδη μοναξιά “ανταλλάσσεται” από τα εκάστοτε προβλήματα και από τον τρόπο ζωής που επέβαλλε το σύστημα με γνώμονα την υλιστική θεώρηση ζωής. Έτσι, ανεπίγνωτα, ο σημερινός άνθρωπος βιώνει έναν τρόπο ζωής που δεν ξέρει πού θα τον οδηγήσει, καθώς αντιμετωπίζεται όχι ως πρόσωπο αλλά ως αριθμός. Η απώλεια του εαυτού δεν γίνεται αντιληπτή, ωστόσο όμως είναι καθοριστική και αντικατοπτρίζεται στην απουσία του ανθρώπου από το παρόν. Το παρόν ως σημαντική στιγμή συνάντησης με τον άλλον, παρακάμπτεται, ασύνειδα. Τούτο αποτρέπει από την εμβάθυνση στο γεγονός της ζωής. Ο νόμος της αλληλοεπίδρασης, ένας νόμος που ισχύει ή ούτως ή άλλως, θα μπορούσε να συμβάλλει στην συνειδητή βίωση του παρόντος, καθώς λειτουργεί ευεργετικά, εάν και εφόσον αίρεται η κτητικότητα, αυτή η θαυμαστή στιγμή αναδύει και την ανάλογη μυθολογία που παραπέμπει πλέον στην Ψυχή. Η Α-λήθη καταργεί τον παλαιό άνθρωπο, ο οποίος μέσα από την κατάσταση της σχέσης αποκτά τη βεβαιότητα της υπαρξιακής του πραγματικότητας.
Η ασύνειδη μοναξιά τροφοδοτείται και καλύπτεται από υποκατάστατα, τα οποία προσφέρονται, όσο ποτέ άλλοτε, μέσα σε μια παροχή απολαύσεων.
Το χρήμα υποτάσσει την ελευθερία του με έναν επικίνδυνο τρόπο. Ο σκληρός και άδικος, πολλές φορές, αγώνας της επιβίωσης και η άνιση κατανομή των αγαθών, καθιστούν τη διάσταση μεταξύ των ανθρώπων μεγαλύτερη, δημιουργώντας από τη μια πλευρά την πληθώρα των αδικημένων και από την άλλη πλευρά, την προκλητική ζωή των ολίγων. Ενώ υπάρχει αυτή η διάσταση, ο στόχος είναι κοινός, η απόκτηση του χρήματος. Οι έχοντες και κατέχοντες ζουν έχοντας καλλιεργήσει την απόλυτη εξάρτηση από το χρήμα, ενώ οι μη έχοντες δεν είναι λιγότερο εξαρτώμενοι, εφόσον το επιθυμούν και κάνουν τα πάντα για να το αποκτήσουν. 
Ο σύγχρονος άνθρωπος έχοντας αποκοπεί από τον εσωτερικό εαυτό βρίσκεται ανεπίγνωτα μόνος και απομονωμένος. Το γεγονός ότι δεν τροφοδοτεί την ύπαρξή του με αλήθεια,  δεν εμπιστεύεται τον άλλον και δεν  μοιράζεται μαζί του το «είναι» και το «έχειν», θέτει τον ίδιο σε  απόσταση από τη ρέουσα πραγματικότητα της σχέσης. Στοιχειοθετεί έναν λεκτικό κώδικα υποτυπώδους επικοινωνίας. Περιορίζεται απλώς στο να διατυπώσει εξωτερικά γεγονότα και καταστάσεις. Η υλιστική θεώρηση και η αντίστοιχη αξιολόγηση που απορρέει απ’ αυτήν, δεν αφήνει περιθώρια αφιέρωσης σε μια σχέση αληθινής φιλίας.
Αν σκεφθούμε ότι στην αληθινή φιλία δεν προσέρχεται κανείς ζητώντας, αλλά προσφέροντας, έτσι καθώς είναι μία κίνηση αυτοπροσφοράς, ο σύγχρονος άνθρωπος δεν έχει πια τα περιθώρια της ανιδιοτελούς παραχώρησης. Το επικίνδυνο είναι ότι δεν αναζητά τη δική του αλήθεια, μέσα από τη σχέση με τον άλλον. Εάν όμως δεν αγωνιά προσωπικά για τον εαυτό του, εάν δεν αναζητά να βιώσει την υπαρξιακή του αλήθεια, τότε είναι φυσικό και επόμενο να  μένει μόνος και ανασφαλής μ’ ένα απέραντο υπαρξιακό κενό.
Η συνειδητοποιημένη μοναξιά αφήνει περιθώρια στην αναζήτηση του ουσιώδους και συντελεί σε μια δημιουργική πορεία προσωπικής έκφρασης. 
Στην υποτυπώδη συνύπαρξη που συμπλέουν ανόμοιοι κι ασύνδετοι μεταξύ τους άνθρωποι, η μοναξιά είναι ανεπίγνωτη. Σ’ αυτήν την περίπτωση δεν υπάρχει ελπίδα για μια προσωπική επανάσταση. Η ανεπίγνωτη μοναξιά είναι το ύστατο σημείο της απώλειας.
Είναι κοινή διαπίστωση ότι ζούμε σ’ έναν κόσμο διαφθοράς. Ωστόσο  οι περισσότεροι, ακόμα εξακολουθούν να επενδύουν και να σχηματοποιούν τη ζωή τους με πρότυπα που προσφέρει αυτός ο κόσμος, επειδή εντάσσονται σ’ ένα μαζικό τρόπο σκέψης. Από τη στιγμή που ο άνθρωπος θα συνειδητοποιήσει τη μοναξιά του, θα αρχίσει να σκέπτεται με αίσθημα  προσωπικής ευθύνης. Αυτό θα συμβάλλει οριστικά και καθοριστικά στον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετωπίζει τον εαυτό του ως μέρος του όλου. Η μοναξιά αυτή σηματοδοτεί την απαρχή μιας αισιόδοξης αλλαγής.
Η α-λήθη, η οποία βεβαιώνει για τη συνοχή της ζωής που είναι Σχέση, διατηρεί την εγρήγορση. Κι αυτή την εγρήγορση την προστατεύει κανείς μέσα στη λειτουργικότητα της αγάπης, η οποία εκφράζεται στις διαπροσωπικές σχέσεις.
Η θετική αλληλεπίδραση λειτουργεί διαμέσω των διαπροσωπικών σχέσεων, όταν τα πρόσωπα που συμμετέχουν, καταργούν τη κτητικότητα τότε η ίδια η ζωή κυλάει ως θετική ενέργεια και μεταβιβάζεται ως ευεργεσία από τον έναν στον άλλον.
  Ο σύγχρονος άνθρωπος δίνοντας έμφαση στη βιολογική πλευρά της ζωής, επιχειρεί υποσυνείδητα να αποσιωπήσει μία αναπόδραστη αλήθεια, τη θνητότητά του. Η  αποδοχή της θνητότητας ως στοιχείο ελευθερίας, αποτελεί την αφετερία μιας συνειδητής ζωής που καταξιώνει την ύπαρξή του και συντελείται μέσα από τη συνεχή διαλεκτική της ζωής με το θάνατο, του εγώ με το εσύ, εκεί που ακροζυγιάζεται ο ίδιος ώσπου να αποκτήσει συνείδηση του Εαυτού.
Έχει όμως χάσει την επαφή με τον Εαυτό και το τραγικό είναι, ότι έτσι καθώς κινείται με ρυθμούς εξοντωτικούς, συνεχώς, αποσπάται από τη δυνατότητα της αυτοσυγκέντρωσης και δεν συνειδητοποιεί καν την απώλεια αυτή.
Η πληθώρα των πληροφοριών που δέχεται, του δημιουργεί μια συνεχή εξωστρέφεια, στην οποία παραμένει, χωρίς να αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο της αλλοτρίωσης.  Ακολουθώντας τον μαζικό τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς,  παρακολουθεί  τη ζωή των άλλων,   χωρίς ν’ ανησυχεί για την επικίνδυνη αυτή απόσπαση της προσοχής του.
Ο σύγχρονος άνθρωπος βρίσκεται σε διάσταση, όχι μόνον με τον άλλον και με τον εαυτό του, αλλά και με τη φύση. Δεν μπορεί πια να την επικαλεσθεί, δεν μπορεί να την πλησιάσει με αγάπη. Η φύση  έγινε προϊόν εκμεταλλεύσιμο για να αποσπάσει απ’ αυτήν βιολογικά στοιχεία που συντηρούν και διατηρούν την επιβίωσή του. Αλλά ποιο το κέρδος του, όταν ως κοινωνικό και φυσικό όν βρίσκεται σε απόλυτη απομόνωση;
  Η γνώση του εαυτού, η οποία παρακάμφθηκε, αποτελεί το σημείο επαφής με τον άλλον, με τη φύση και με το όλον.
Ο ποιητής οραματίζεται έναν κόσμο ηθικό αγγελικά πλασμένο. Αυτός ο κόσμος δεν είναι μια ουτοπία, αλλά ένα όραμα του μέλλοντος, το οποίο η μεγαλοφυϊα του ποιητή συνέλαβε, πιστεύοντας ότι ο άνθρωπος είναι κάτι πολύ περισσότερο απ’ αυτό που ξέρει ο ίδιος για τον εαυτό του.. Αυτό το όραμα φυσικά δεν είναι δυνατόν να καταστεί πραγματοποιήσιμο και βεβαιωμένο, παρά μόνον μέσα από το πέρασμα πολλών δοκιμασιών.
Η α-λήθη, η οποία μεσολαβεί στην επαφή με τη συνείδηση και τη ψυχή, αναδύεται μέσα από το διάλογο. Ο διάλογος, λοιπόν, που οδηγεί στο γεγονός της σχέσης, δηλαδή της ίδιας της ζωής είναι απαραίτητη προϋπόθεση εξέλιξης. Για την οποία, βέβαια, αποφασίζει κανείς μετέχοντας στο παιχνίδι της ζωής, ένα παιχνίδι το οποίο μπορεί να το κερδίσει ή και να το χάσει.
                                                                            Αλκμήνη Κογγίδου.

                                                                      Ποιήτρια- Δοκιμιογράφος