Σάββατο 11 Μαρτίου 2017

Ένα φως μες στο σκοτάδι

ΕΝΑ ΦΩΣ ΜΕΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
 
  Δεν χρειάζεται να δανεισθούμε τη φαντασία για να ζωγραφίσουμε την κόλαση. Ένα ανέκδοτο παρουσιάζει την εικόνα της: πηγαίνει ένας αμαρτωλός, που δεν μετάνιωσε στην άλλη ζωή· τον παραλαμβάνει ένας άγγελος και τον οδηγεί σ' έναν πανέμορφο κήπο. Στο κέντρο του κήπου προβάλει ένα πολυτελέστατο ανάκτορο όπου ο φίλος μας διαπιστώνει εκ των υστέρων ότι πρόκειται για ξενοδοχείο, εκεί  τον εγκαθιστά σ' ένα ωραίο δωμάτιο με μια θαυμάσια θέα! Την άλλη μέρα έρχεται μια χαριτωμένη καμαριέρα και του φέρνει το πρωϊνό του, ένα πλήρες πρωϊνό. Ο άνθρωπός μας, που απολαμβάνει όλα αυτά τα ωραία πράγματα, μονολογεί σκεπτόμενος: «Μπα, θα έκαναν λάθος». Την επόμενη μέρα επακολουθεί, ακριβώς, το ίδιο πρόγραμμα με την παροχή όλων αυτών και συνεχίζεται το ίδιο κάθε μέρα. Αυτός, μη έχοντας καθαρή τη συνείδηση, δεν μπορεί να τα χαρεί, αρχίζει να πιέζεται απ' την επανάληψη και κάποια ώρα διαμαρτύρεται, ομολογώντας πως δεν είναι άξιος για τον Παράδεισο, γιατί είναι αμαρτωλός και πηγαίνει στον άγγελο να του το καταθέσει. Τότε ο άγγελος του λέει: «όχι δεν κάναμε λάθος εδώ είναι η κόλαση».  Εδώ είναι η κόλαση, λοιπόν, εδώ που κυριαρχούν  οι βιολογικές και βιοτικές ανάγκες. Τα στοιχεία της, μας τα προσφέρει η μονοτονία της ζωής αυτής, μας τα παρέχει ο άλλος και οι άλλοι που με την απρόσωπη ισοπεδωτική παρουσία τους, αποσπούν από τη ζωή, το όνειρο. Σ’ αυτό το συνεχές επαναλαμβανόμενο στενό απουσιάζει ο αέρας της ελευθερίας. Απουσιάζει η πρωτοτυπία, η ευχάριστη έκπληξη. Ξέρεις, εκ των προτέρων, τι θα πουν και τι θα κάνουν, ξέρεις τα όριά τους, πόσο μπορούν να δώσουν και ως που μπορούν να φθάσουν. Κι ο αέρας που δεν κυκλοφορεί και η αλήθεια που δεν κυκλοφορεί καταδικάζει τον άνθρωπο σε ένα επίπεδο τρόπο ζωής, σ’ αυτήν την επίπεδη ανάλωση, στην ρουτίνα, την οποία κινδυνεύει να την «πάρει» για ζωή. Κι αναζητά  το βλέμμα του άλλου, το διάλογο, κινδυνεύει να θεωρηθεί παράφρων γι’αυτή την αναζήτηση. Μα,  εδώ δεν υπάρχει το βλέμμα, υπάρχει το μάτι που είναι έτοιμο να επισημάνει το λάθος, έτοιμο να κατακρίνει για την ατέλεια. Το λάθος και το πταίσμα, που δεν το αναζήτησε ποτέ μέσα του, το αναζητά στον άλλον, γιατί η εξωστρέφεια είναι μία κατάσταση που τον κάνει να ζει μ’ όλο αυτό το ανομολόγητο, που έχει εντός του, τον κάνει και μπορεί να αντέχει και να συμβιβάζεται. Γι’ αυτό είναι αναγκαία η εξωστρέφεια, γιατί δεν μπορεί να συνυπάρξει με τον εαυτό του, φυσικά και ούτε με τον άλλον. Ετσι, δε χρειάζεται να χρησιμοποιούμε την φαντασία για να σκιαγραφήσουμε την κόλαση, ήδη υπάρχει στη ζωή μας μέσα από τις απρόσωπες σχέσεις! Φυσικά, υπάρχουν και οι διαπληκτισμοί, υπάρχουν και οι αντιδικίες. Αυτές υπάρχουν τότε, που νομίζει και φαντάζεται κανείς ότι μπορεί να συνδιαλλαγεί και να συνομιλήσει με βάση τη λογική, τον Κοινό Νου. Αλλά, όχι πρέπει, να το καταλάβει πως εκεί δεν χωράει ο διάλογος. Δεν υπάρχει η ελπίδα, γιατί είναι μία κατάσταση μη ανατρέψιμη. Απ’ αυτήν, μόνον ν’αποδράσει θα πρέπει ο συνειδητός, ο γρηγορών. Ν’ αποδράσει επιστρέφοντας στο Κέντρο του εαυτού του και, πάντα, ελπίζοντας πως θα συναντήσει κάποτε  το βλέμμα του άλλου, ένα πρόσωπο, τουλάχιστον, που έχει το δικό του βλέμμα και φυλάει την ανησυχία του για την αλήθεια, για την αληθινή ζωή και φυλάγεται η ζωή σ’αυτό ακέραιη.
Φυσικά, θα ήταν προτιμότερος ο θάνατος, ο φυσικός, από έναν τέτοιο συνεχή θάνατο, αν, δεν υπήρχε το Πρόσωπο, αυτό που κατάφερε να εξαρθεί, ν’ αυτονομηθεί και κράτησε το φως μέσα στα μάτια του και κράτησε τη ζεστασιά μέσα στην καρδιά του κι απλώνει το χέρι, το παιδικό του χέρι με την αγνότητα και την ειλικρίνεια για να δώσει και να πάρει το παλμό της ζωής! Ναι, αν δεν υπήρχαν αυτοί οι άνθρωποι, τότε όλος ο κόσμος θα βυθίζονταν μέσα στο σκοτάδι. Τότε, αυτή η κόλαση θα ήταν η καταδίκη όλων. Να, όμως που η ψυχή αντιδρά! Να, όμως, που δεν υποτάσσεται σ’ αυτό το θάνατο και ψάχνει και την ομορφιά και την αλήθεια και ψάχνει εναγώνια το άλλο Πρόσωπο, τον καθρέπτη της ψυχής.
Μέσα, λοιπόν, σ’ αυτό το κενό και σ’ αυτήν την επαναλαμβανόμενη ρουτίνα και μέσα στην τύρβη της ζωής, που πήρε τη μορφή μιας τεράστιας μηχανής, που κινείται, χωρίς νόημα, πως θα μπορούσαμε να εννοήσουμε τη ζωή, αν, δεν υπήρχε ο Ανθρωπος που όταν το συναντάς διαλύονται τα σκοτάδια , αυτός που, όταν τον συναντάς,  ανοίγει το παράθυρο της ψυχής σου στο φως; Και φθάνει λίγη ώρα για να οπλίσεις την ύπαρξή σου μ’ αυτή τη θαυμαστή ενέργεια που εκπέμπει, μ’ αυτή τη γλυκιά ζεστασιά, που δίνει το συναπάντημα. Αν, δεν υπήρχαν, αυτοί οι άνθρωποι και αυτές οι στιγμές, τότε ναι, βέβαια, η ζωή θα ήταν μία κόλαση. Μήπως, όμως, αυτό το κενό, κάνει πιο επώδυνη την απουσία του του αληθινού ανθρώπου, μήπως αυτό το κενό και αυτή η ρουτίνα είναι εκείνη που μας ενεργοποιεί στην αναζήτησή του; Ας πούμε, λοιπόν, ότι έτσι θα πρέπει να είναι κι ας αναζητήσουμε αυτή την «εστία», γιατί διαφορετικά ο άνθρωπος χωρίς τις διαπροσωπικές σχέσεις μένει ανέστιος!
  Αυτή η ζωή και αυτό το κενό, κάνει κάτι πολύ μεγάλο: μας αποσυνδέει εσωτερικά από 'κει που δεν υπάρχει προοπτική και μας χαρίζει και το δικαίωμα και το χρέος στην αναζήτηση του πραγματικού συντρόφου, εκεί που η ζωή συντίθεται. Η Συνείδηση τότε ανοίγει τον εσωτερικό δρόμο.
  Μήπως, όλη αυτή η ζωή, που για πολλούς λόγους δεν λέγεται ζωή, ήταν μία ετοιμασία, μία προετοιμασία για το πραγματικό αντάμωμα; Αν, όμως, δεν το συνειδητοποιήσει αυτό ο άνθρωπος και δεν μπει στη διαδικασία της αναζήτησης, τότε κι εδώ υπάρχει ο κίνδυνος. Αυτή η πρόσκαιρη ζωή, που κάθε στιγμή μπορεί να διακοπεί, έχει αξία, μόνον, όταν ανακαλύψει ο άνθρωπος το υπαρξιακό του αίτημα. Κι αυτό βιώνεται, πάντα, εν σχέση με τον άλλον. Βέβαια, έχουμε ένα παρελθόν, μέσα στο οποίο θα χρειαστεί ν' αναλογισθούμε τα λάθη, τις παραλείψεις, τα εγκλήματα που επέφερε η άγνοια του άλλου.
  Είναι γεγονός, πως οδεύουμε προς μια αλλαγή, όσοι πιστοί προσέλθετε! Το σάλπισμα της ζωής ακούγεται μέσα μας, μυστικά, καθώς φθάνει το πλήρωμα του χρόνου που δεν επιδέχεται, πλέον, άλλα λάθη κι άλλες παραλείψεις. Η Αγάπη είναι κυκλοφορήσιμη, είναι η ίδια η Ζωή. Κι εκεί που ο άνθρωπος συσσώρευσε ενοχές, δεν προσφέρεται, πλέον, το έδαφος, δεν υπάρχει η πιθανότητα της αντάμωσης. Μόνον εκεί που οι άνθρωποι δοκιμάσθηκαν, ετοιμάζεται το έδαφος αυτό, ετοιμάζεται η αλλαγή.
 Κόλαση, η λέξη χτυπάει άσχημα στο αυτί μας και η καρδιά μας δεν θέλει να δεχθεί κανέναν άνθρωπο να εξαιρείται της Αγάπης. Όμως, αυτή η λέξη ταιριάζει σ’ ό,τι πιο αρνητικό προς τη ψυχή μας. Και γίνεται κόλαση, η ζωή από τη πανομοιότυπη επανάληψη των ίδιων πραγμάτων, τον εγκλωβισμό στη συνήθεια, τον αποκλεισμό στα περιορισμένα όρια του εγώ, που εμποδίζει τη ροή της αλήθειας να εκφραστεί και να κυκλοφορήσει. Και είναι κρίμα η ζωή να γίνει μια ρουτίνα και η ρουτίνα να λέγεται ζωή, εκεί που κυριολεκτικά ασφυκτιά η ψυχή.
                                                                                   Αλκμήνη Κογγίδου.
                                                                                Ποιήτρια - δοκιμιογράφος.

Πέμπτη 2 Μαρτίου 2017

Η ΑΝΕΠΙΓΝΩΤΗ ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ

«Αλλά πού θa είσαι τη στιγμή που θά ’ρθει
εδώ σ’ αυτό το θέατρο το φως;»
[Τρία Κρυφά Ποιήματα, ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ Α΄ , (ΣΤ΄) Γ. Σεφέρη]
Η ανεπίγνωτη απώλεια του εαυτού.
Πως επέρχεται η απώλεια του Εαυτού;
Aπώλεια του Εαυτού, ουσιαστικά, δεν επέρχεται, επέρχεται η απώλεια της μνήμης του Εαυτού.
Ανεπίγνωτα και ανώδυνα ο άνθρωπος χάνει την ανησυχία περί της υπάρξεώς του.
Η ευαισθησία της ψυχής ατονεί αλλά το ίδιο και η μνήμη που συνέδεε τον έναν με τον άλλον και που διατηρούσε ζώσα τη συγκίνηση.
Το ατομικό εγώ αναπτύσσει μια επιχειρηματολογία την οποία θεωρεί «λογική» αλλά καθώς δεν βρίσκεται εν σχέση με τον άλλον, ουσιαστικά είναι παράλογη· περιορίζεται στην ατομικότητα και στις ανάγκες της και δημιουργεί έναν κλοιό που ενισχύει τη χωριστικότητα και σταδιακά αποκλείει τη διαλεκτική.
Ως μέσον έκφρασης του υποσυνειδήτου, το εγώ προσφέρει το έδαφος ώστε ανεξέλεγκτα να καλλιεργηθεί κάθε είδους υποβολή που προέρχεται από τον κόσμο. Υπάρχει μια σχέση αλληλεπίδρασης μεταξύ του εγώ και του κόσμου. “ΕΓΩ είναι ένας άλλος” γράφει ο Rimbaud. Και ο Σεφέρης, σχολιάζοντας Το ημερολόγιο της Κυρίας Έρσης, γράφει: «αυτό που λέγεται εγώ μπορεί ν’ ανήκει σε πολλούς ανθρώπους..». Ανήκει σε πολλούς ανθρώπους, θα λέγαμε, για το λόγο ότι το εγώ σχηματοποιείται από τις επιρροές των άλλων!
 Όλες οι ασχολίες, οι φροντίδες περιορίζονται στα όρια του χρόνου και ο ίδιος ο άνθρωπος ως βιολογικό ον είναι πεπερασμένος. Η γραμμική αξιολόγηση της ζωής μεταθέτει την ευθύνη από το παρόν στο μέλλον. Παράδειγμα: «τον φίλο μου που είχε πρόβλημα δεν μπόρεσα να τον δω, θα πάω όμως την άλλη εβδομάδα να τον επισκεφθώ».
Δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι την άλλη βδομάδα ο φίλος θα είναι εκεί, ακόμη, υπάρχουν άπειρα παραδείγματα της αναβολής αυτής, η οποία χρεώνει, συνειδησιακά, τον άνθρωπο. Η αναβολή εκφράζει μια λαθεμένη εμπιστοσύνη στο χρόνο και προέρχεται από το εγώ και από τις επιρροές που έχει λάβει από τον κόσμο.
Η ανάμνηση της άχρονης υπάρξεως ατονεί έως ότου χάνεται. Θα εξετάσουμε πως επέρχεται αυτή η απώλεια; Ουσιαστικά, η ύπαρξη είναι πολύ σχετική με τη μοναδικότητα του προσώπου, η οποία αγνοείται, συνήθως.
 Το απόλυτο φιλοξενείται στην ζώσα ύπαρξη ως νόστος και ηθικός προσδιορισμός. Κι όταν μέσα στις συνθήκες που επικρατούν ο νόστος διατηρείται, αυτό αποτελεί ένδειξη ότι δεν έχει χαθεί η μνήμη (α-λήθη).
Υποβάλλεται κανείς σε μια γενικευμένη άποψη ζωής που δεν συνάδει με τον ίδιο και τα ιδιαίτερα στοιχεία που τον χαρακτηρίζουν ως αξία και μοναδικότητα.
Οι συγγενικές σχέσεις δημιουργούν ένα πλέγμα, μέσα από το οποίο ο άνθρωπος ως μοναδικότητα δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσει, μεσολαβεί η συναισθηματική εξάρτηση κι είναι πάρα πολύ δύσκολο να εντρυφήσει κανείς στη μοναδικότητά του, η οποία δεν γίνεται και διακριτή. Όχι, μόνον, δεν γίνεται διακριτή, αλλά στα πλαίσια αυτά δεν είναι το ζητούμενο.
Η ανησυχία της επιβιώσεως ή της κοινωνικής αποδοχής και της διακρίσεως μέσα στην οικογένεια και στην κοινωνία υποκαθιστά την υπαρξιακή ανησυχία, η οποία θα έδινε την προοπτική της αυτογνωσίας.
 Η ζωή εδώ, μέσα από τη γραμμική αντίληψη του χρόνου, δεν θεωρείται και δεν αντιμετωπίζεται ως πεδίο δοκιμασίας, γι’ αυτό και επέρχεται η λήθη.
Ο Λόγος φέρει στο φως της συνειδήσεως έναν κίνδυνο, που μέσα στον στενό οικογενειακό χώρο μένει ανεξιχνίαστος. Πράγματι, όχι μόνον, ανάμεσα στους στενούς δεσμούς, στους στενούς διαδρόμους της συγκατοικήσεως, αλλά και ευρύτερα στον συμβατικό τρόπο σκέπτεσθαι και ζωής, θα εντοπίσουμε τον κίνδυνο του υπαρξιακού αφανισμού, ο οποίος απορρέει από την συμβιβαστική σχέση του ατομικού εγώ με τη σχετικότητα και το χρόνο.
Οι ηθικοί συμβιβασμοί δεν γίνονται ορατοί μέσα στην οικογένεια, η οποία τους καλλιεργεί και συχνά, εν αγνοία της, τους επιβραβεύει.
Η οικογένεια είναι σχετική με το χρόνο κι όχι με το άχρονο της υπάρξεως. Η συναισθηματική εξάρτηση από τους οικείους οδηγεί σε μια περιοριστική αντίληψη σχετική με το χρόνο.
Συμβαίνει ένας αποπροσανατολισμός. Οι αισθήσεις δεν προσφέρουν τη γνώση της αλήθειας. Το πνεύμα του κόσμου δεν είναι ευδόκιμο για τον ξεχωριστό. Ο αγώνας της επιβιώσεως είναι σκληρός και δεν μπορεί ο άνθρωπος να τον παρακάμψει. Επειδή είναι ον κοινωνικό δημιουργεί τις προϋποθέσεις να γίνεται αποδεκτός, ωστόσο σ’ αυτήν την περίπτωση ισχύει η σχετικότητα. Ανεπίγνωτα, ο άνθρωπος κάθε στιγμή μπορεί να καταστεί ένοχος, αν δεν βρίσκεται σε εγρήγορση. Η ανεπίγνωτη ενοχή ευνοεί την υπαρξιακή λήθη.
Η ανασφάλεια προκύπτει από την αδυναμία του ανθρώπου ως βιολογικό ον.
Το ήθος προκύπτει από την επίγνωση της αθανασίας της υπάρξεως.
Oι συμβάσεις τείνουν να καλύψουν ένα αίσθημα ανασφάλειας, ωστόσο καθώς λειτουργούν με το πνεύμα του γραμμικού χρόνου, δημιουργούν έναν κλοιό, μέσα στον οποίο χάνεται η επαφή του ανθρώπου με την αλήθεια και το δίκαιο, χάνεται, επίσης, η ανησυχία του για την αθάνατη ύπαρξή του!
Ο κλοιός, για τον οποίο μιλήσαμε παραπάνω, αποτελεί την ίδια τη φυλακή του ανθρώπου. Η αντίληψη που προσφέρουν οι αισθήσεις, που είναι σχετικές με το γραμμικό χρόνο και ο τρόπος σκέπτεσθαι με βάση αυτήν, έχει σαν συνέπεια την απουσία του ανθρώπου από το άχρονο συνεχές. Αυτό όμως τον καθιστά, ανεπίγνωτα, ένοχο, για το λόγο ότι δεν λειτουργεί εν σχέση και απουσιάζει από το παρόν. Κυνηγώντας το χρόνο, χάνει την επαφή του με τη ζωή και το κυριότερο με τον ίδιο τον Εαυτό που βρίσκεται σε σχέση με τον άλλον και το όλον.
Άλλωστε, αυτή η διαδικασία της επανάληψης των λαθών, προέκυψε από το γεγονός ότι απουσιάζει από τη συνείδηση που βρίσκεται στο αέναο παρόν και από την ευαισθησία της ψυχής.
Το βάρος των ενοχών συνιστά αιτία αποσύνδεσης από τη ψυχή. Όταν συμβεί ο αποκλεισμός στην ατομικότητα, ο άνθρωπος αυτοπεριορίζεται και προσανατολίζεται σε στόχους εγκοσμιακούς, ευάρεστους στο στενό του περιβάλλον. Αλλοτριώνεται τότε και η αλλοτρίωση τον αποσυνδέει από την ευαισθησία της ψυχής. Χάνοντας τη σχέση του με το βάθος της υπάρξεώς του, υπόκειται τη φθοροποιά επίδραση του χρόνου. Επιστρατεύει όλον το δυναμισμό του για να δώσει τη μάχη του μέσα στη σχετικότητα, μια μάχη επιβιώσεως και καταξιώσεως, ακόμα και οι γνώσεις που λαμβάνει έχουν αυτόν τον σκοπό..
Εκείνο που αγνοεί, και δικαιολογημένα, είναι πώς να διαχειριστεί την άχρονη ύπαρξή του, μέσα στη σχετικότητα του χωροχρόνου. Καθώς, ενώ μετέχει στο χρόνο, ταυτόχρονα η ύπαρξή του ανήκει στο άχρονο και στο απόλυτο.
O Eαυτός είναι η συνειδητότητα που προσφέρει την επίγνωση της σχέσεως με το όλον και συνδέει, μέσω της ευαισθησίας, με κάθετί ζωντανό, ζώο, φυτό, άνθρωπο κλπ. Δεν έχει σχέση με το χρόνο, δεν περιορίζεται σε όρια φυσικά…
Η ευαισθησία λειτουργεί όταν ο άνθρωπος είναι ελεύθερος από εξαρτήσεις. Εάν, συνειδητοποιήσει την ύπαρξή του τότε, όχι, μόνον, η ηθική του δεν περιορίζεται σε συμβατικά πλαίσια αλλά τίθεται στην υπηρεσία ενός έργου, σύμφωνα με τάλαντά του για το κοινό καλό.
Η Δευτέρα μεγάλη εντολή «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν» αποτελεί την αφετηριακή πορεία της αυτογνωσίας, η οποία επιτελείται μέσω της διαλεκτικής. Η διαλεκτική αφορά μια έξαρση από το χρόνο, ο άλλος στην περίπτωση αυτή γίνεται ευκαιρία για την αναγωγή του ανθρώπου προς το Εν. Τούτο αποτελεί μεγάλο και σημαντικό γεγονός, γιατί δίνει την ευκαιρία στον άνθρωπο που κατέρχεται στην Τρίτη διάσταση και υπόκειται τη σχετικότητα, να μην απολέσει την μνήμη της καταγωγής, παραλλήλως, και του ένθεου προορισμού.
Αυτό, ακριβώς, επιχειρεί ο λόγος του Θεού, να τον φέρει σ’ επαφή με τη ψυχή και τη συνείδηση, που λειτουργούν εν σχέση με τον άλλον και το όλον ώστε να μην υποστεί μέσα στο χρόνο τις συνέπειες των λαθών και των παραλείψεων. Όταν προτείνει : «γίνεσθε ως τα παιδία ότι αυτών εστί η βασιλεία των ουρανών» δίνει πραγματικά έμφαση στην αθωότητα, που προκύπτει από την παιδική ψυχή και στην οποία διατηρείται η ανάμνηση. Το παιδί αποζητά το παιχνίδι, αποζητά το φίλο του για να παίξει.
Στο παιχνίδι της αυτογνωσίας συμβαίνει η διαλεκτική του γίγνεσθαι. Βεβαίως,, αυτό δεν είναι εύκολη υπόθεση γι’ αυτό υπόκειται τη δοκιμασία.
Ο κίνδυνος του υπαρξιακού αφανισμού συμβαίνει όταν επέλθει η λήθη και είναι κίνδυνος γιατί δεν είναι, πλέον, ανήσυχος ο άνθρωπος καθώς κυριαρχείται από έναν αγώνα που είναι τόσο άσχετος με τον ίδιο ως μοναδικότητα, ως υπαρξιακό, και συμπαντικό ον.
Τον κίνδυνο του υπαρξιακού αφανισμού, επισημαίνει και ο ποιητής:
«Αλλά πού θα είσαι τη στιγμή που θα ’ρθει εδώ σ’ αυτό το θέατρο το φως;» Γ. Σεφέρης.
Αλκμήνη Κογγίδου
Ποιήτρια –Δοκιμιογράφος

Τετάρτη 1 Μαρτίου 2017

Θνητότητα και αιωνιότητα

Θνητότητα και αιωνιότητα
Η ζωή και ο θάνατος φαίνεται να συνιστούν δύο, εκ διαμέτρου, αντίθετες πραγματικότητες. Αν όντως, στο βάθος και πέρα από τις φαινομενικές αντιφάσεις, περιέχεται μια υπέρτατη σοφία, έχουμε τη δυνατότητα να το διερευνήσουμε μόνον με τον νου. Διεισδύοντας ο νους στην ουσία και την αλήθεια, έχει την ικανότητα να βρει και σ’ αυτές τις φαινομενικές αντιφάσεις ένα κρυμμένο νόημα, καθώς και να ανακαλύψει τη βαθύτερη σχέση των πραγμάτων.
Μία από τις φράσεις που περιέχονται στο λόγο του Θεού, εμβαθύνει σ’ αυτή τη σχέση και από μόνη της είναι ενδεικτική της υπέρτατης σοφίας, πάνω στην οποία θεμελιώνονται οι φυσικοί και ηθικοί νόμοι. «ἐάν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσών εἰς τὴν γῆν ἀποθάνη αὐτός μόνος μένει ἐάν δὲ ἀποθάνη πολύν καρπόν φέρει» (κατ. Ιωάνν. 12, 24).
Η θνητότητα και η αιωνιότητα είναι σχετικές. Ο Λόγος κατατίθεται ως ο ακρογωνιαίος λίθος για την οικοδόμηση ενός νέου τρόπου αντιλήψεως που δεν αγνοεί τη σχέση του φυσικού με το μεταφυσικό, γι’ αυτό είναι θεμελιώδης ο προσανατολισμός του νου στο Λόγο.
Πού είναι ο θάνατος και πού είναι η ζωή; Η ζωή αποκτά νόημα με τη συνειδητή μετοχή του ανθρώπου στο γίγνεσθαι. Η αφύπνιση της συνειδήσεως επισημαίνεται ως αναγκαία προϋπόθεση ώστε να αντιληφθεί ο άνθρωπος τη σχέση του με τον άλλον και με το όλον.
Με το πνεύμα της Ενότητας δεν υπάρχει θάνατος, υπάρχει η αιώνιος ζωή. Αυτή η γνώση είναι αποτέλεσμα της μυήσεως στην υπερβατική πραγματικότητα. Αιώνες, ο άνθρωπος διήλθε ως αγνοών και αγνοούμενος, οδηγημένος από συνθήκες και συμβάσεις, χωρίς να αντιληφθεί τη σχέση.
Οι μυστικοί κώδικες που δόθηκαν στην ανθρωπότητα, δια μέσου των μεγάλων μυστών, των φιλοσόφων και διδασκάλων, παρέμειναν αναξιοποίητοι από τους πολλούς. Το μέτρο που είναι άριστο, η αυτογνωσία ως προϋπόθεση ελευθερίας και το πνεύμα της Ενότητας παρέμειναν στη μυστική τους απρόσιτη ιερότητα. Έρχεται ο θεός Λόγος να καλέσει τον καθένα στην αφύπνιση της συνειδήσεώς του ώστε να αντιληφθεί τη σχέση του με τον άλλον και το όλον. Αν η ανθρωπότητα δεν αγνοούσε τις διδασκαλίες των μεγάλων μυστών και τους κώδικες ζωής που κατέθεσαν, η εικόνα του κόσμου θα ήταν τελείως διαφορετική, θα λειτουργούσαν όλα σ’ μια άλλη βάση· η εκπαίδευση μ’ έναν άλλο τρόπο σκέπτεσθαι θα οικοδομούσε έναν άλλο τρόπο ζωής. Ωστόσο, αυτό που δεν έγινε από το σύνολο, αλλά από ορισμένους μοναχικούς και αποφασισμένους, φαντάζει εντελώς επαναστατικό μέσα στις υπάρχουσες συνθήκες, αλλά συνιστά τον πνευματικό πολιτισμό..
Η εξέλιξη του καθενός αποτελεί προσωπική υπόθεση και συντελείται με ιδιαίτερο τρόπο. Είναι πάρα πολύ σημαντικό αυτό· εάν το πιστέψει ο άνθρωπος, τότε θα προσπαθήσει να βρει τι είναι ο ίδιος, να βρει τη μοναδικότητά του, τα δικά του στοιχεία. Δεν θα πρέπει να αγνοούμε ότι υπάρχει για τον καθένα η υποκειμενική πραγματικότητα…
Αν, για την ανθρωπότητα ο ένας έχει μηδενική αξία, δεν συμβαίνει το ίδιο για τον Δημιουργό. Εάν, ο άνθρωπος συνέρχεται μ’ αυτή την επίγνωση στο παρόν, λαμβάνει θέση ενεργό για τη ζωή τη δική του και γενικότερα τις ζωές των άλλων, καθώς ο ίδιος είναι μέρος του όλου. Έτσι, καταργεί τη χωριστικότητα και εισέρχεται στην ενιαία πραγματικότητα. Το εγώ χάνει την υπόστασή του, δεν υπάρχει «δικό μου» και «δικό σου» και ο θάνατος δεν υπάρχει ως τέλος αλλά ως αρχή μιας άλλης θέσεως μέσα στο σύμπαν. Το να μην απωθεί ο άνθρωπος αυτό το αναπόδραστο γεγονός αλλά να το φέρνει ενώπιόν του και να το αντιμετωπίζει, τον κάνει να ανοίγει τα μάτια του στο παρόν και να αποφασίζει το ακατόρθωτο, μέσα σε μια αέναη προσπάθεια κατά την οποία ο ίδιος επιχειρεί να ζει συνειδητά κάθε στιγμή. Από αυτήν την άποψη η αποδοχή του θανάτου συνιστά τη πλέον θετική κατάφαση ζωής και σημαίνει όχι την απαξίωσή της αλλά την έγερση προς μια πορεία ενώσεως του ανθρώπου με το θεό.
Ερχόμενος στον κόσμο των φαινομένων και των ψευδαισθήσεων, ο άνθρωπος υφίσταται την απάτη των αισθήσεων και στρέφει τη ματιά προς τα έξω. Αυτή, όμως, η ματιά, του αποστερεί τη δυνατότητα να προσεγγίσει την αλήθεια και να γνωρίσει τον εαυτό του. Η εσωτερικότητα είναι εκείνη που τον προετοιμάζει για την έξοδό του από τη φθαρτότητα και από το φαινόμενο και τον οδηγεί στην υπερβατική του φύση, στην αιώνια αξία της ψυχής του. Κι ακόμα, μόνον η εσωτερική όραση, του δίνει τη δυνατότητα να προσεγγίσει τον άλλον. Η αυτοθυσιαστική ζωή των ηρώων, των αγίων και των μαρτύρων στην ουσία είναι μια απόδειξη της ελευθερίας των, που προέρχεται από τη βεβαιότητα πως δεν είναι η ζωή μέσα στα όρια, που οι αισθήσεις και ο συμβατικός τρόπος του σκέπτεσθαι, την έχουν περιορίσει.
Η εσωτερική όραση δεν είναι σχήμα λόγου, είναι κατάκτηση του νου, καθώς απαλλάσσεται από το υποσυνείδητό του και ανοίγει τη στενωπό της ατομικότητάς προς τον άλλον και προς το όλον.
Συνήθως, οι άνθρωποι θέλουν να ξεχάσουν το θάνατο, αυτοί όμως που θέλουν να γνωρίσουν τον εαυτό τους δεν παρακάμπτουν το γεγονός αυτό. Αναζητούν μέσα από τη βίωση του παρόντος το νόημα της ζωής τους και την ηθική τους ευθύνη.
Ο άνθρωπος κατέχεται από το φόβο του θανάτου, ενώπιον του οποίου αισθάνεται μόνος! Αυτό που φοβάται είναι το άγνωστο, όμως ο θεός τον προετοιμάζει, ήδη, απ’ αυτή τη ζωή για τη μετάβαση στην άλλη, δια μέσω της αποσπάσεώς του από το υλικό σώμα.
Αυτό που ονομάζουμε θάνατο είναι αναγκαία προϋπόθεση μεταβλητότητας και το συναντούμε στο σπόρο που θα πρέπει να φυτευτεί μέσα στο χώμα για να φέρει καρπό. Κατ’ ανάλογο τρόπο συμβαίνει και στον άνθρωπο που μεταβαίνει όχι μόνον με το φυσικό του θάνατο σε άλλες διαστάσεις αλλά και καθώς ζει στο φυσικό του σώμα, μεταβαίνει από ένα επίπεδο υπάρξεως σ’ ένα άλλο ανώτερο, κομίζοντας πλούτο πνευματικό. Ο έρωτας συγγενεύει με το θάνατο. Αν ο άνθρωπος δεν πεθάνει ως εγώ δεν θα γεννηθεί ως εμείς. Ορισμένοι εκλαμβάνουν τη θνητότητα ως μια δικαιολογία για την αναζήτηση των απολαύσεων και ηδονών. Η επιδίωξη διατήρησης της νεότητας είναι συναφής με την επιθυμία της μακροζωίας και δεν μπορεί να ερμηνευτεί απλώς ως συνέπεια μιας προσκόλλησης στο ένστικτο. Μία εκδοχή φαινομενικής αποδοχής της θνητότητας αποτελεί η άποψη- θέση: «είμαστε θνητοί γι’ αυτό ας ζήσουμε ό,τι μας ευχαριστεί τώρα, ας απολαύσουμε τα εφήμερα αγαθά, ας πιούμε, ας ταξιδέψουμε, ας καλοπεράσουμε» Η θνητότητα γίνεται η αφορμή για την αναζήτηση του νοήματος της ζωής στην ευδαιμονία των αισθήσεων…
Εφόσον ο άνθρωπος αποκτήσει την αυτογνωσία του ζει με επίγνωση το παρόν. Το παρόν όμως είναι σχετικό με την αιωνιότητα και αντιλαμβάνεται ότι ο χρόνος δεν υπάρχει και η ζωή δεν διακόπτεται, αλλά μεταβαίνει από μία διάσταση σε άλλη ανώτερη.
Εάν, ανακαλύψει ο άνθρωπος τη ψυχή και τη συνείδηση και συνδεθεί με τη μοναδικότητά του, τότε αντιλαμβάνεται την αξία της στιγμής και τη σχέση της με την αιωνιότητα. Βιώνοντας το παρόν που είναι άχρονο, ήδη βρίσκεται στο εδώ και στο επέκεινα. Εφόσον πορεύεται συνειδητά αποκτά μια προσωπική γνώση, γιατί μ’ αυτό τον τρόπο προσεγγίζει τη ζωή και το θάνατο, το φυσικό αυτό γεγονός που είναι μια μεταβολή καταστάσεως την οποίαν χρειάζεται απαραιτήτως. Είναι αδύνατον εάν δεν έχει συνδεθεί με τη ψυχή και τη συνείδησή του που είναι άχρονες, να διατηρήσει την ύπαρξή του ζωντανή όσο βρίσκεται στο χωροχρόνο (Τρίτη διάσταση). Εάν την περιορίσει είναι σαν να την εξαφανίζει καθώς η ύπαρξη είναι διαρκώς σε κίνηση.
 Αυτό για το οποίο δεν ανησυχεί ο άνθρωπος είναι ο υπαρξιακός θάνατος και ποιες είναι οι ενδείξεις του; Παύει πλέον ο ίδιος να ζει με το δικό του προσωπικό τρόπο. Παύει να ενδιαφέρεται, να συγκινείται και να ενθουσιάζεται. Εξαφανίζεται η μοναδικότητά του, επέρχεται η λήθη και σταδιακά επέρχεται ο υπαρξιακός θάνατος.
Η αγάπη επεμβαίνει για να διατηρήσει την αλήθεια, η οποία μεσολαβεί ώστε να μη συμβεί ο υπαρξιακός θάνατος. Η αποχή από την αλήθεια ενέχεται γι’ αυτό.
«Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν». Είναι ένας τρόπος σωτηρίας, ενθυμήσεως της υπάρξεως η οποία λειτουργεί πάντα εν σχέση με τον άλλον. Στις συμβατικές σχέσεις ο άνθρωπος λησμονεί την ύπαρξή του και σταδιακά ζει, ανάλογα με τους συμβατικούς ρόλους που του έχει επισυνάψει ο συμβατικός τρόπος ζωής. Εδώ, λοιπόν, ο λόγος του Θεού επεμβαίνει αφυπνιστικά. «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ εστί μου άξιος..». Η συνειδητή βίωση του παρόντος αποτρέπει από λάθη και παραλείψεις και είναι αυτή που τον φέρνει στην επίγνωση της σχέσεως με τον άλλον και τον όλον τότε λειτουργεί συνειδητά μέσα στη θεία οικονομία.
Η γνώση περί της αθανασίας δίδεται εξ’ αποκαλύψεως και είναι η στιγμή εκείνη, που το έδαφος είναι κατάλληλο για να αφομοιώσει αυτή την θεϊκή αλήθεια. Η εισαγωγή στην αιωνιότητα είναι εισαγωγή στη Βασιλεία του Θεού. Εἰσέλθετε δια τῆς στενῆς πύλης Η είσοδος στη ζωή μέσω στης στενής πύλης συμβολίζει το πέρασμα στην αληθινή ζωή μέσω της εκμηδένισης του εγώ, της ατομικότητας. Κατά τη συνειδητή βίωση του παρόντος αποκαλύπτεται η ιερότητα της ζωής και της υπάρξεως του ανθρώπου όταν αυτός βρίσκεται σε απόλυτη εγρήγορση.
Αν ο άνθρωπος είχε το βίωμα της μέθεξης στο θείο και τη συναίσθηση της θείας παρουσίας στη ζωή του, θα αντιλαμβάνονταν τον αισθητό κόσμο των τριών διαστάσεων ως μια πλάνη..
Η έξαρση του καλλιτέχνη κατά την ώρα της δημιουργίας και η έκστασή του δηλώνουν την υπέρβαση του χώρου και του χρόνου, κι αυτό είναι μια εισαγωγή στην αιωνιότητα. Ωστόσο, ένα μεγαλειώδες έργο ως αποτέλεσμα της επαφής του ανθρώπου με το πνεύμα, είναι διαχρονικό και μένει να το θαυμάζουν οι επόμενες γενιές. Η δόξα αυτών των δημιουργημάτων είναι αθάνατη γιατί μέσω αυτών οι άνθρωποι δοξάζουν τον ίδιο τον Θεό. Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρὼπων ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα και δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς.
Ο Έρωτας ανάγει τον άνθρωπο στην υπερβατική του φύση και γίνεται απαρχή επιγνώσεως της Ενότητας (το ερώμενο πρόσωπο οδηγεί στο όλον). Ουσιαστικά, το βίωμα αυτό ενέχει το στοιχείο του απόλυτου. Εάν, ο άνθρωπος όμως κυριαρχηθεί από το ένστικτο της επιβιώσεως, τότε θα εγκατασταθεί στη σκέψη του μια θέση δεσμευτική προς το φυσικό του σώμα, αυτό θα έχει σαν συνέπεια μια νοσηρή εξάρτηση που θα τον αποτρέψει από την πορεία της ελευθερίας.
Η ανάγκη της ενώσεως με το απόλυτο εκφράζεται με τον έρωτα της ψυχής. Η αίσθηση του ανικανοποίητου η οποία είναι επώδυνη βιώνεται από την ερωτευμένη ψυχή ως ένα στάδιο που ομοιάζει με το θάνατο, όπως και η αίσθηση της απόλυτης ταυτίσεως μπορεί να παραβληθεί με την αιωνιότητα. Έτσι, η ζωή και ο θάνατος ανταμώνουν σ’ ένα υπερβατικό επίπεδο.
Στο βαθμό που ο έρωτας επιτυγχάνει την έκσταση και την έξαρση του ανθρώπου στο υπερβατικό ομοιάζει με τον θάνατο που είναι η τελική ένωση με το Θεό, η τελευταία υπέρβαση και είσοδος στην αιωνιότητα.
Αυτές οι δύο καταστάσεις, η θνητότητα και η αιωνιότητα, είναι σχετικές και μπορούν να νοηθούν μέσα από το βίωμα του έρωτα, ο οποίος ανυψώνει τη ψυχή στο επίπεδο του νοός. Έτσι, ο άνθρωπος εισέρχεται πλέον στη συνειδητότητα της Ενότητας.
Αλκμήνη Κογγίδου
Ποιήτρια-δοκιμιογράφος