Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2015

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΟΝ ΕΓΓΑΜΟ ΒΙΟ

ΜΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΟΝ ΕΓΓΑΜΟ ΒΙΟ
Στην αντίληψη των περισσότερων ανθρώπων διατηρούνται, ακόμα, κάποιοι μύθοι, περί έρωτα, περί γάμου, αλλά στην πραγματικότητα, οι μύθοι αυτοί καταρρέουν σαν πύργος χάρτινος. Οι τελετές είναι ωραίες, όλα εντυπωσιακά, λαμπερά με μια φροντίδα υπερβολική για κάθε λεπτομέρεια. Τελικά «ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν» ή η φροντίδα για την εμφάνιση, για το στήσιμο του σπιτιού και για την επίδειξη ενός εντυπωσιακού μεγαλείου, έχει απορροφήσει τη σκέψη των μελλονύμφων; 
Πού βρίσκεται ο άνθρωπος, ο έρωτας και το πάθος; Όλα αυτά τα σκεπάζει μια φαντασμαγορική επιφάνεια κι ένα σκηνικό που μεταφράζεται σε χρήμα. Έτσι ετοιμάζονται για να βιώσουν τον «ανθόσπαρτον βίον».
 Για να συντελεσθεί το μυστήριο κάτι άλλο χρειάζεται, μία ένωση που αφορά τη ψυχή. Κι ο έρωτας εκεί κατατείνει στην εύρεση αυτού του θησαυρού. Οι πραγματικά ερωτευμένοι θέλουν να το ζήσουν το μυστήριο αυτό εν σιωπή και κατ’ ιδίαν, δεν θέλουν θεατές και φωτογράφους και στημένες πόζες. Το γαμήλιο ταξίδι, συνήθως , σε χώρους ονειρεμένους, είθισται να παραλάβει τους νεονύμφους για να τους διαπεραιώσει στην πραγματικότητα της καθημερινότητας. Εκεί θα δοκιμαστούν τα πάντα, εκεί θα απαντήσουν, αν και κατά πόσον είναι έτοιμοι, όχι να συμβιώσουν απλά, αλλά να συμπορευτούν. Βέβαια, μπορεί να προηγήθηκε μια κοινή ζωή και πριν από την νομιμοποίηση του γάμου. Ο χρόνος και τα προβλήματα της ζωής έρχονται να δοκιμάσουν το ζεύγος.
Η νομική κατοχύρωση ενός δεσμού προσφέρει ένα αίσθημα ασφάλειας. Αποκτώντας την νόμιμη ιδιότητα, του ή της συζύγου, αισθάνεται ότι αποκτά δικαιώματα πάνω στον άλλον. Η εξασφάλιση αυτή, αφήνει ανεμπόδιστο στο να εκφράσει έκαστος τη κτητική του διάθεση, αυτό που φρόντιζε να καλύψει, τα ελαττώματά του, από φόβο μην χάσει τον άλλον. Ο φόβος αυτός υποχωρεί και τότε το έδαφος είναι ελεύθερο για να βιώσει και να επιβάλλει όλες τις πλευρές του κατώτερου εαυτού του, αναλώνοντας το υποσυνείδητό του. Χωρίς την προσωπική αναζήτηση της αυτογνωσίας, που αφορά τον καθένα ξεχωριστά, η κοινή ζωή μετατρέπεται σε ρουτίνα, η οποία, βέβαια, μεσολαβεί ως τροχοπέδη στην ελεύθερη έκφραση  της μοναδικότητας.
Όσο  κι αν ο γάμος ισχυροποιεί τις θέσεις των συζύγων, ωστόσο, ο καθένας για το λόγο ότι δεν έχει «κερδίσει» την ύπαρξη του άλλου και η σχέση αυτή δεν λειτουργεί με συνεχή αναφορά προς την αλήθεια, αντιμετωπίζει, κάποια στιγμή, τον άλλον, σαν έναν άγνωστο. Νομίζουν, λοιπόν, οι άνθρωποι ότι αποτελούν ζεύγος, μα στην ουσία, ο καθένας είναι μόνος του, όταν δεν υπάρχει ένας κοινός  υπαρξιακός προσανατολισμός, που αφορά το διηνεκές κι όχι μόνον τον επίγειο βίο. Αυτή η υπαρξιακή απομόνωση ενδεχομένως δεν γίνεται συνειδητή ούτε σε μια ολόκληρη ζωή.
Οι τραγωδίες που διαδραματίστηκαν μέσα στην οικογένεια και ειδικά στο ζεύγος ήταν αποτέλεσμα του καταναγκασμού που ασκούσε ο ένας, αγνοώντας την ύπαρξη του άλλου. Αιώνες οι άνθρωποι έζησαν δράματα σιωπηλά, μεταδίδοντας τη δυστυχία σαν σκυτάλη στους απογόνους. Ωστόσο, θέλουμε να πιστεύουμε, ότι δεν συνέβησαν επί ματαίω, αλλά ότι και τα πιο δραματικά γεγονότα κάποιο σκοπό εξυπηρέτησαν στην εξέλιξη της ανθρώπινης συνειδητότητας. Στην εποχή μας, ο άνθρωπος που αντιλαμβάνεται ότι διέρχεται μέσα από τη συζυγική σχέση ως αγνοούμενος, αισθάνεται μόνος και έτοιμος να προσανατολισθεί προς τη δική του ελευθερία. Εφόσον, απουσιάζει η σχέση, η οποία συνάπτεται με βάση την αλήθεια και το δίκαιο, η έννοια της απιστίας ή της προδοσίας δεν υφίσταται. Στην αληθινή σχέση δεν μένει κανείς πιστός επειδή υποχρεώνεται από το νόμο ή επειδή το ζητάει ο άλλος, αλλά επειδή το επιθυμεί ο ίδιος. Η ύπαρξη του άλλου γίνεται  μια συνεχής αναφορά είναι κίνηση ζωής η οποία συντελείται με τη συγκίνηση και τροφοδοτεί ένα αντίστοιχο ενδιαφέρον, κατά συνέπεια δεν υπάρχει καταναγκασμός. Εδώ, επίσης δεν επέρχεται ο κορεσμός για το λόγο ότι η σχέση λειτουργεί μέσα στη ροή ως ένα συνεχές γίγνεσθαι. Παράλληλα, η μυθολογία του έρωτα έχει να κάνει με το άγνωστο στοιχείο που κυοφορεί ο καθένας, απ’ αυτό το γεγονός προκύπτει και το αληθινό ενδιαφέρον του ενός προς τον άλλον. Οποιαδήποτε σχέση η οποία δεν έχει προοπτική την αυτογνωσία γίνεται δεσμευτική και έχει ημερομηνία λήξεως.
 Όταν επιβάλλεται ο ένας στον άλλον, χωρίς να «κατακτήσει» την αποδοχή, ισχυροποιώντας τη θέση του μέσα από τη νόμιμη κατοχύρωση, η σχέση γίνεται ανήθικη, όσο ανήθικο είναι να συνάπτεται η σωματική συνεύρεση όταν απουσιάζει ο έρωτας. Οι δεσμοί αυτοί καταντούν μια φυλακή, η οποία καταστρέφει το όνειρο και καταλύει την ηθική της σχέσης. Το ζεύγος δεν μπορεί να συνέρχεται εις γάμον κοινωνίαν για να αποσπασθεί από το κοινωνικό σύνολο. Αν συμβεί αυτό, τότε χάνεται και η ηθική της σχέσης. Περιορίζει το άτομο από τον προορισμό που τον οδηγεί στη δημιουργική του συμβολή κι αφορά την έκφραση των ταλάντων του. Η σωματική συνεύρεση, απεγνωσμένα, προσπαθεί να καλύψει το υπαρξιακό κενό και να τροφοδοτήσει με ενδιαφέρον τη συνύπαρξη. Η θετική ενέργεια με την οποία θα μπορούσε το ζεύγος να επιδοθεί εις παν έργον αγαθόν και θεάρεστον αναλώνεται στη μεταξύ τους τριβή.
Κάθε απόδραση από τα στενά ασφυκτικά πλαίσια της συμβίωσης, έστω και μόνο με τη σκέψη, αντιμετωπίζεται σαν ένα παράπτωμα. Ακόμα, και ο ίδιος ο άνθρωπος, που αισθάνεται αυτή τη  διάθεση φυγής ενοχοποιεί τον εαυτό του! Θεωρεί ένοχη αυτή την τόση φυσιολογική τάση, αντί να στραφεί με θάρρος ενώπιον της πραγματικότητας και να δει πως το ένοχο σ’ αυτήν την περίπτωση είναι αλλού. Κι ενδεχομένως σ’ έναν συμβιβασμό. Όταν, από την αφετηρία της, η σχέση στηρίζεται σε κάποιον συμβιβασμό, τότε επόμενο είναι ο άνθρωπος που υπόκειται σ’ αυτόν να μην μπορεί να εκφραστεί ελεύθερα. Τότε, απουσιάζει η πραγματική σχέση και δεν μεσολαβεί η αλήθεια ανάμεσα στον έναν και στον άλλον, επόμενο, είναι λοιπόν να μην συμμετέχει ο άνθρωπος με τη ψυχή του.
Δυστυχώς, όμως ερμηνεύει διαφορετικά τα συναισθήματά του, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του κατεστημένου. Ο φόβος, τελικά, καταλύει και την ίδια την υπαρξιακή ζωή που είναι δικαίωμα αναφαίρετο.
Στην περίπτωση ενός «παράνομου» δεσμού, που συμβαίνει πολύ συχνά, συνήθως, μιλούμε για ένα πάθος, ένα δεσμό συναρπαστικό, νομίζοντας ότι ο έρωτας παρέλαβε την ύπαρξή μας για να την πάει πιο πέρα, να μας αποκαλύψει, δια μέσω του άλλου, την ευτυχία. Οι συνθήκες που επικρατούν δεν είναι πάντα ένα έδαφος βατό ώστε να συνεβρίσκονται οι δύο ερωτευμένοι και να βιώνουν τον έρωτά τους με τις ευλογίες των άλλων. Συμβαίνει μια σχέση τέτοια να σχηματίζεται από αντίδραση σε μια άλλη συμβατική που έφερε την κούραση, την πίεση ή το κενό. Αναζητά κανείς μια κατάσταση του επικινδύνως ζειν για να ξεφύγει από τη θανάσιμη πλήξη του έγγαμου βίου.
Οι συνθήκες αυτές πυροδοτούν το συναίσθημα, το πάθος, προσδίδοντας μια αντίστοιχη μυθολογία. Η δυσκολία να συναντήσει ο ένας τον άλλον κι ακόμα το αβέβαιο του μέλλοντος, που αφορά μια τέτοια συνύπαρξη, όλα αυτά παραλαμβάνουν του δύο ερωτευμένους για να τους δώσουν την αίσθηση ενός μεγάλου απαγορευμένου έρωτα. Αν, όμως, γίνονταν μια τέτοια σχέση να τη ζήσουν ανενόχλητα, μ’ όλη την άνεση που χαρίζει η αποδοχή, τότε είναι αμφίβολο, αν το πάθος εξακολουθούσε με την ίδια ένταση. Όταν η σχέση δεν διεξάγεται μέσα από μια διαλεκτική αυτογνωσίας, τότε είναι σίγουρο ότι με συνθήκες ομαλές θα έχει ημερομηνία λήξεως. Η ανάγκη της εναλλαγής ερωτικών συντρόφων είναι αποτέλεσμα του ανικανοποίητου που δημιουργούν οι περιστασιακές σχέσεις, οι οποίες παραμένουν στην επιφάνεια.
 Το ενδιαφέρον του ενός προς τον άλλον μένει αμείωτο, μόνον όταν υπάρχει η υπαρξιακή ανησυχία, για το λόγο ότι, δια μέσω του άλλου συντελείται η αυτογνωσία, μέσα από μια πορεία συνεχών υπερβάσεων.
Ο άνθρωπος της εποχής μας, εάν δεν είχε τα προβλήματα που τον απασχολούν, θα καταλάβαινε ότι, του στερεί ο τρόπος αυτός της ζωής, το ενδιαφέρον του προς τον άλλον, θα καταλάβαινε πόσο μόνος είναι και πόσο το κενό αυτό είναι δυσαναπλήρωτο. Ακόμη, και οι φιλικές ή ερωτικές σχέσεις περιορίζονται στην επιφάνεια, όταν απουσιάζει απ’ αυτές η πραγματική επικοινωνία. Τελικά, η επικοινωνία είναι αυτή, η οποία βεβαιώνει τους ανθρώπους ότι λειτουργούν μέσα στη Σχέση. Εδώ, αυτό που επιθυμεί ο ένας γίνεται χαρά να το εκπληρώσει ο άλλος. Είναι ουσιαστικά, η προσωπική σχέση, συνοδοιπορία που τείνει να καταστήσει τους ανθρώπους ελεύθερους. Στον αληθινό έρωτα συμβαίνει μια έλξη ακατανίκητη, η οποία αφορά τη ψυχή. Εδώ πραγματικά υπάρχει το μυστήριο. Η κατάσταση αυτή, όταν η κοινή ζωή δεν μπορεί να εκπληρωθεί, γίνεται επώδυνη. Το υπαρξιακό αντάμωμα δεν έχει σχέση με την ηλικία, με τη συμβατική χρονικότητα, είναι μια κατάσταση της εσωτερικής ζωής.
Οι περιστασιακοί δεσμοί, χωρίς αυτό το μυστηριακό σύμπτωμα της αγωνίας που είναι καθαρά υπαρξιακό, δεν δέχονται την επικύρωση της Συνείδησης. Γι’ αυτό παίρνουν το χαρακτηριστικό μιας περιπέτειας που συμβαίνει, μάλλον, από το ένστικτο της επιβίωσης κι όχι το καθ’ αυτό υπαρξιακό (να το ζήσουμε κι αυτό το γεγονός, η νεότητα φεύγει, να χαρούμε από τη ζωή αυτά που προσφέρει…) Κανείς όμως δεν καλύπτεται με το να περνάει την ώρα του καλά, αλλά ανακαλύπτοντας ποιος είναι και ανοίγοντας την καρδιά του σ’ έναν άλλον άνθρωπο. Η Σχέση για να λειτουργήσει είναι απαραίτητο να εδραιώνεται στην αλήθεια, διαφορετικά είναι καταδικασμένη.Είναι πάρα πολλές οι ανησυχίες που μας ταλανίζουν για ό,τι αφορά την καθημερινότητα και μένει ανέπαφο, ανέγγιχτο και αζήτητο το πραγματικό νόημα της ζωής.
Νομίζουμε ότι μπορούμε να διασκεδάσουμε μέσα στον έρωτα κι ότι δεν έχει τόση μεγάλη σοβαρότητα. Η ζωή, όμως, με τη Σοφία της, μας οδηγεί στην αλήθεια, εκεί που την είδαμε κάποια φορά  στο πρόσωπο του άλλου και κάναμε στροφή και φύγαμε.
 Ο κόσμος αυτός κλείνει τον κύκλο του και μέσα σ’ αυτόν ό,τι ψεύτικο καταποντίζεται.
Η επίγνωση της θνητότητας δίνει μια άλλη διάσταση στη σχέση και μια σοβαρότητα. Η μέριμνα για ό,τι αφορά την αιώνια ιδιότητα του ανθρώπου είναι το πλέον σημαντικότερο. Μέσα σ’ αυτήν κυρίαρχο στοιχείο είναι η Συνείδηση. Εκεί, πραγματικά, η φράση :«Μάρθα, Μάρθα μεριμνᾷς και τυρβάζῃ περί πολλά, ἑνός δὲ ἐστι χρεία» έχει τη θέση της, όχι πλέον ως μία προειδοποίηση, αλλά ως μία κατάκτηση αυτής της υπόδειξης.
Ένας λόγος που στην εποχή μας απουσιάζει ο μεγάλος έρωτας είναι ότι ο άνθρωπος υπό την υλιστική αντίληψη, επιθυμεί και φροντίζει να γευτεί όλες τις χαρές της ζωής, ανώδυνα. Αυτή η στάση ζωής, του στερεί την πραγματική επαφή με το γεγονός του έρωτα ως βίωμα της ψυχής. Γι’ αυτό παραμένουν τα συναισθήματα στην μετριότητα και δεν επεξεργάζονται το βαθύτερο υπόστρωμα του ανθρώπου, το ανεξερεύνητο, το οποίο τον συνδέει με τη ψυχή και τη συνείδησή του. Η αγνότητα μέσα στον έρωτα είναι αποτέλεσμα της επιστροφής στη Ψυχή και στην αθωότητα.
Τελικά, θεωρεί κανείς ότι εκπληρώνει σωστά το χρέος του, αφήνοντας στο κενό το ποιο σημαντικό χρέος; Μάρθα, Μάρθα, μεριμνᾷς και τυρβάζῃ περί πολλά· ἑνός δε ἐστι χρεία.
Ο έρωτας γίνεται η απαρχή της εξόδου από το εγώ, μετάβασης στο εσύ και από το εσύ στο όλον. Αυτός είναι και ο λόγος, που από έναν μεγάλο έρωτα δημιουργούνται τα μεγάλα αριστουργήματα της τέχνης και του πολιτισμού. Το καθοριστικό σημείο που αφορά τη συνείδηση είναι η επαφή του ανθρώπου με το Λόγο. Αυτός δίνει τις πραγματικές διαστάσεις και στις διαπροσωπικές σχέσεις. Ονομάζουμε τον κόσμο μας ψεύτικο, ασυναίσθητα, χωρίς να συνειδητοποιούμε πού βρίσκεται, τελικά, η αλήθεια και πού το ψέμα. Όμως, όπως φαίνεται, έφθασε το πλήρωμα του χρόνου για μια μεγάλη αναθεώρηση, που απαιτεί μια σοβαρότητα σ’ αυτό που μας αφορά και μας χρεώνει και προσδιορίζει τη δική μας εξέλιξη.
Ως επι τω πλείστον, οι άνθρωποι συνέρχονταν «εις γάμον κοινωνίαν», χωρίς την ωριμότητα της επιλογής και αυτό έχει σαν επακόλουθο τη δυσαρμονία. Δεν θα ήταν δυνατόν να συντελεστεί η ιδανική σχέση και ο τέλειος γάμος, για το λόγο ότι η ελλιπής αυτογνωσία είχε μέσα στις σχέσεις αυτές να διαδραματίσει την πορεία της, μια πορεία συγκρούσεων, δραμάτων, δυστυχίας. Η απουσία της αυτογνωσίας ευθύνεται για την ατελή μορφή των σχέσεων και τις περισσότερες φορές λειτουργούσε η κατάσταση αυτή εφησυχαστικά ως λήθη στην οποία οι άνθρωποι άφηναν τον χρόνο να επιτελέσει το φθοροποιό του έργο, χωρίς να φθάσουν ποτέ στην ανησυχία της αναζήτησης του εαυτού, χωρίς να φθάσουμε ποτέ στην πραγματική σχέση.
Εάν δεχθούμε, ότι η πορεία της εξελίξεως του ανθρώπου, αφορά μια συνέχεια δοκιμασιών, τότε κι ένας κακός γάμος γίνεται ένα πεδίο άσκησης που προσφέρει την εμπειρία και την ελευθερία, υπό την προϋπόθεση, ότι ο άνθρωπος αναλαμβάνει το ύψιστο χρέος που έχει κι αυτό αφορά την εξέλιξή του. Ήδη ο λόγος του Θεού τον καθιστά υπεύθυνο όταν του λέει: «γνώσεσθε  τὴν ἀλήθεια καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς».

                                                                                               Αλκμήνη Κογγίδου
                                                                                         Ποιήτρια-δοκιμιογράφος


ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΛΟΓΟΣ

«ἙΛΛΗΝ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΕΙΣΙ ΔΥΟ ΤΙΝΑ ΑΝΑΠΟΣΠΑΣΤΑ ΜΑΡΤΥΡΕΙ ΔΕ ΚΑΙ Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ ΠΑΥΛΟΣ ΛΈΓΩΝ:ΈΛΛΗΝΕΣ ΣΟΦΙΑΝ ΖΗΤΟΥΣΙΝ.

Ο ἙΛΛΗΝ ΑΛΗΘΩΣ ΕΓΕΝΝΗΘΗ ΙΝΑ ΦΙΛΟΣΟΦΕΙ ΔΙΟΤΙ ΕΓΕΝΝΗΘΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ. ΑΛΛΑ ΕΑΝ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΕΓΕΝΕΤΟ ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ ΕΙΣ ΧΡΙΣΤΟΝ ΕΠΕΤΑΙ ΟΤΙ Ο ΕΛΛΗΝ ΠΛΑΣΘΕΙΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ, ΕΠΛΑΣΘΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, ΕΠΛΑΣΘΗ ΙΝΑ ΓΝΩΡΙΣΗ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΣΝ ΚΑΙ ΔΙΑΔΩ ΑΥΤΗΝ ΤΟΙΣ ΕΘΝΕΣΙΝ. ΝΑΙ, Ο ΕΛΛΗΝ ΕΓΕΝΝΗΘΗ ΚΑΤΑ ΘΕΙΑΝ ΠΡΟΝΟΙΑΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ.


ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΕΡΓΟΝ ΕΚΛΗΡΩΘΗ ΑΥΤΩ ΑΥΤΗ ΕΝ Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΑΥΤΟΥ. ΑΥΤΗ Η ΚΛΗΣΙΣ ΑΥΤΟΥ ΕΝ ΤΟΙΣ ΕΘΝΕΣΙΝ ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΥΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ. ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΑΥΤΟΎ. ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ Η ΚΛΙΣΙΣ ΑΥΤΟΎ. ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ Η ΜΑΚΡΟΒΙΟΤΗΣ ΑΥΤΟΥ, ΕΞΗΣ ΔΥΝΑΜΕΘΑ ΑΔΙΣΤΑΚΤΩΣ ΝΑ ΣΥΜΠΕΡΑΝΩΜΕΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΑΥΤΟΥ ΔΙΑ ΤΟ ΑΙΩΝΙΟΝ ΕΡΓΟΝ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ ΜΕΘ’ΟΥ ΣΥΝΕΔΕΘΗ Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ».