Πέμπτη 25 Ιουνίου 2015

ΠΩΣ ΠΛΗΡΩΣΕ Ο ΙΗΣΟΥΣ ΤΟ ΦΟΡΟ ΓΙΑ ΤΟ ΝΑΟ?


Aνατροπή
Είναι αδιαμφισβήτητη η ηθική του απόλυτου. Πώς να οικοδομηθεί η καινούργια ανθρωπότητα, εάν ο νέος άνθρωπος δεν γκρεμίσει εκ βάθρων αυτόν τον σαθρό κόσμο με τα λάθη του, με τις ενοχές του ;
Και πώς να στηριχθεί ένας πολιτισμός που αγνοεί τον παράγοντα άνθρωπο ;
Η περιοριστική αντίληψη ζωής που θεμελιώθηκε επάνω στην κοσμοθεωρία του υλισμού, κατάφερε να καταργήσει τη σχέση του ανθρώπου με τη συνείδησή του και με το Πνεύμα για να οδηγήσει, τελικά, στην παταγώδη αποτυχία του κατ’ επίφαση πολιτισμένου κόσμου.
Αν υπάρχει ένας πολιτισμός τον οποίον μπορούμε να εμπιστευθούμε και να θαυμάσουμε, ένας πολιτισμός που αναδεικνύει την αξία Άνθρωπος, αυτός δεν είναι καρπός της διάνοιας αλλά του Πνεύματος.
Για να χτιστεί ένα καινούργιο οικοδόμημα στη θέση του παλαιού, θα πρέπει, να γκρεμιστεί το παλαιό εκ θεμελίων.
Στον Ευαγγελιστή Ματθαίο συναντούμε μία μοναδική αναφορά, σχετική με το πώς ο Ιησούς πλήρωσε το φόρο για το ναό:
«Ἐλθόντων δε αὐτῶν εἰς Καπερναούμ προσῆλθον οἱ τα δίδραχμα λαμβάνοντες τῶ Πέτρω και εἶπον ὁ διδάσκαλος ὑμῶν οὐ τελεῖ τα δίδραχμα; Λέγει, ναι. Και ὅτε εἰσῆλθεν εἰς την οἰκίαν, προέφθασεν αὐτόν ὁ Ἰησοῦς λέγων τι σοι δοκεῖ, Σίμων; οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς από τίνων λαμβάνουσι τέλη ἤ κῆνσον; ἀπό τῶν υἱῶν αὐτῶν ἤ ἀπό τῶν ἀλλοτρίων; λέγει αὐτῶ ὁ Πέτρος ἀπό τῶν ἀλλοτρίων. ἔφη αὐτῶ ὁ Ἰησοῦς ἄραγε ἐλεύθεροί εἰσιν οἱ υἱοί. ἵνα δε μὴ σκανδαλίσωμεν αὐτούς, πορευθείς εἰς τὴν θάλασσαν βάλε ἄγκιστρον καὶ τὸν ἀναβάντα πρῶτον ἰχθὺν ἆρον, καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα αὐτοῦ εὑρήσεις στατῆρα ἐκεῖνον λαβὼν δὸς αὐτοῖς ἀντὶ ἐμοῦ καὶ σοῦ». (Ματθ. 17, 24-27)
Το εδάφιο αυτό παρουσιάζει ένα γεγονός που ριζικά ανατρέπει την ισχύ της ανθρώπινης λογικής. Η καταβολή φόρου είναι μόνον η αφορμή. Το συμβατικό δίκαιο, που καθορίζει τις υποχρεώσεις των μελών ενός κοινωνικού συνόλου, ο Ιησούς δεν το παραβιάζει. Με τη στάση του δείχνει, ανοχή και κατανόηση ! Ο τρόπος Του αποδεικνύει ότι είναι ο Κύριος των δυνάμεων.
Το, ότι έχει εξουσία, αποκαλύπτεται, ανά πάσα στιγμή κατά την επίγεια παρουσία Του. Την υπερβατική πραγματικότητα, -η έννοια «υπερβατική» προσδιορίζεται σε σχέση με τα ανθρώπινα μέτρα- την εμφανίζει ως την αληθινή Ζωή. Αυτήν έρχονται οι Ευαγγελισταί να μας γνωστοποιήσουν, με τον πιο απλό τρόπο, μέσα από την παιδική τους αθωότητα.
Εδώ, για άλλη μια φορά, συντελείται μια ανατροπή του οικοδομήματος που βασίζεται στη ανθρώπινη σκέψη.
«ἵνα δε μη σκανδαλίσωμεν αὐτούς, πορευθείς εἰς την θάλασσαν βάλε ἄγκιστρον και τον ἀναβάντα πρῶτον ἰχθύν ἆρον και ἀνοίξας το στόμα αὐτοῦ εὑρήσεις στατῆρα ἐκεῖνον λαβών δός αὐτοῖς ἀντί ἐμοῦ και σοῦ»
Συνιστά, τουλάχιστον, κωμικοτραγική ειρωνεία το να ζητείται φόρος για το κτίσμα του ναού από τον Κύριο, που ο ίδιος είναι ο Άκτιστος ναός! Κι ενώ για τους ανθρώπους, πολλές φορές, τα σοβαροφανή θεωρούνται σοβαρά και τα αληθοφανή αληθή, ο Κοινός Νους αποδεικνύει, τη διαχρονική του εγκυρότητα, αποκαλύπτοντας την άλλη διάσταση των πραγμάτων από την οποία βρίσκεται, ακόμα, ο άνθρωπος σε μεγάλη απόσταση.
Αν η αδυναμία να υπερβεί τα δικά του όρια, που είναι σχετική με τη φυγοπονία, τον καθιστά ανίκανο να θαυμάσει, τότε για τον ίδιο λόγο αδυνατεί και να πιστέψει. Ο θαυμασμός και η πίστη προϋποθέτουν ελευθερία.
Η πίστη αποτελεί έναν άλλον τρόπο σκέπτεσθαι, απαλλαγμένο από την περιχαράκωση των αισθήσεων. Είναι υπερβατική δυνατότητα, που όμως το στοιχείο της βρίσκεται μέσα στην καρδιά του ανθρώπου.
Είναι γνωστό ότι οι αισθήσεις έχουν περιορισμένη εμβέλεια. Ωστόσο, η εμπιστοσύνη του ανθρώπου σ’ αυτές καθυστέρησε την εξέλιξη με συνέπεια να μην καθοδηγείται από το νου αλλά από το ένστικτο. Η απόλυτη αποδοχή, ο θαυμασμός που φτάνει ως την έκσταση ενώπιον των αποκαλύψεων του Λόγου, κλονίζουν έως το σημείο της αυτοσυντριβής τον ίδιο τον άνθρωπο και βεβαίως την εμπιστοσύνη στην διάνοιά του. Το θαυμαστό σωτηριακό σχέδιο του Θεού με σκοπό να γίνει αποτελεσματικό και να λειτουργήσει μέσα στη ψυχή του ανθρώπου προϋποθέτει τουλάχιστον, την αυτοσυντριβή.
Η συνείδηση, εφόσον έχει προηγηθεί η κάθαρση, λειτουργεί ως σημείο επαφής προς το απεριόριστο των δυνατοτήτων της θείας υποστάσεως.
Ο Λόγος παράγει ένα δυναμισμό ικανό να εκτινάξει το νου του ανθρώπου στον υπέρτατο Νου, αρκεί και μόνον να μείνει και να εντρυφήσει η ψυχή στην αλήθεια που προσφέρεται ως αποκάλυψη.
Η σκέψη εδραιώθηκε στην άγνοια του εαυτού και του άλλου και διατηρείται μέσα στην χωριστικότητα.
Η εκ βάθρων αλλαγή του κόσμου θα προκύψει από τον έναν, τον καθένα.
Με την αυτοσυντριβή ενώπιον της αποκάλυψης του Λόγου γκεμίζονται τα θεμέλια του παλαιού κόσμου. Κι είναι ο τρόπος σκέψης και οι αντιλήψεις του παλαιού κόσμου, που επί αιώνες διατηρούνται στη σκοτεινή φυλακή του υποσυνειδήτου. Το ανεξέλεγκτο υποσυνείδητο προσομοιάζεται με την εκρηκτική κι απρόβλεπτη δραστηριότητα ενός ηφαιστείου.
Η γραμμική έννοια του χρόνου που προέκυψε από την κοσμοθεωρία του υλισμού συνέβαλε καθοριστικά στην απόσπαση του ανθρώπου από τη συνειδητή βίωση του παρόντος. Τούτο έχει ανάλογες επιπτώσεις. Δημιουργεί μια ψευδή αντίληψη για τη ζωή. Έρχεται, λοιπόν, ο Λόγος ως ανατροπή ενός κατεστημένου που διατηρεί τη χωριστικότητα και την αδικία.
Ο Λόγος διατρέχει τους αιώνες και επιτελεί το συνεχές γίγνεσθαι για ν’ αποδείξει τη δυναμική, η οποία εδρεύει μέσα στη ψυχή και στη συνείδηση που ο άνθρωπος δεν την έχει ακόμη προσεγγίσει. Έτσι, έρχονται οι δοκιμασίες που σκοπό έχουν να τον αποσυνδέσουν από τον παλαιό κόσμο και να του αποκαλύψουν μια τελείως άλλη εκδοχή της ζωής.
Αλκμήνη Κογγίδου.
Ποιήτρια-δοκιμιογράφος
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΔΕΥΚΑΛΙΩΝ Ο ΘΕΣΣΑΛΟΣ ΤΕΥΧΟΣ 30, ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ-ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ-ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2010

Πέμπτη 11 Ιουνίου 2015

ENΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ-ΣΥΓΚΙΝΗΣΗ-ΣΥΜΦΩΝΙΑ

ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ-ΣΥΓΚΙΝΗΣΗ-ΣΥΜΦΩΝΙΑ

«Ενθουσιασμός», «συγκίνηση», «συμφωνία» τρεις λέξεις, που αντιστοιχούν με έννοιες, σε κάθε μία από τις οποίες, υπάρχει η αλήθεια με προοπτική.
Η σπουδαιότατη Ελληνική γλώσσα, με τον αντίστοιχο εννοιολογικό πλούτο της, περιέχει «εν δυνάμει» την αλήθεια στο λεξιλόγιό της.

Ο ενθουσιασμός ως μια έξαρση από το χωροχρόνο και τη σχετικότητα παραπέμπει στη θεία ιδιότητα του ανθρώπου(ένθεος), ο οποίος αποκτά μιαν άλλη αίσθηση του εαυτού, που προέρχεται από την υπερβατική του υπόσταση.
  Η συγκίνηση είναι, επίσης, μια σύνθετη λέξη, που υποδηλώνει την κίνηση του ενός εν σχέση προς τον άλλον, πρόκειται για μια κίνηση  ψυχής, που συμβαίνει πάντα εν σχέση. Την ενωτική αυτή κίνηση-συναίσθηση, προκαλούν η ενθύμηση του θείου, ο νόστος, ή η ανάμνηση. Κάθε φορά, που παρίσταται η ύπαρξη μέσα στο συνυπάρχειν, μεσολαβεί η συγκίνηση. Παράλληλα,  συμβαίνει μία απόσπαση από το χωροχρόνο.
Η λέξη «συμφωνία» δηλώνει μία σύνθεση φωνών που αποδίδουν στην αρμονία. Υπ’ όψιν ότι, η συμφωνία απηχεί ευάρεστα στη ψυχή, ενώ η διαφωνία παραπέμπει στη δυσαρμονία.
 Επιχειρούμε μία αναφορά σ’ αυτές τις τρεις, άκρως ενδιαφέρουσες, και σημαντικές λέξεις, για το λόγο ότι στην εποχή μας, η διαβρωτική υλιστική κοσμοαντίληψη, ανάγκασε τον άνθρωπο να υποστεί τη λήθη, ενώ ενεργοποίησε τη διάνοιά του ώστε να γίνεται ανταγωνιστική.
Μέσα σ’ αυτόν τον επίπεδο τρόπο στον οποίο κινείται, σήμερα ο άνθρωπος, καθώς υπόκειται σ’ έναν σκληρό αγώνα επιβίωσης, το πνεύμα του συνυπάρχειν, επικινδύνως, καταστέλλεται. Επέρχεται η λήθη απ’ τον αγώνα που διεξάγεται ερήμην της αλήθειας της υπάρξεως. Η λήθη είναι δυνατόν να διαγράψει από τη σκέψη και τη ζωή του ανθρώπου τις αξίες που προάγουν την εξελικτική  πορεία του και τον ανάγουν στην Ενότητα. Η κοσμοθεωρία του υλισμού, το παγκόσμιο πολιτικοοικονομικό σύστημα, η ανισότητα της κατανομής των αγαθών, η εκμετάλλευση των αδύναμων λαών από τους ισχυρούς, η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, η ανισορροπία του κλίματος κλπ. δημιουργούν δυσοίωνες συνθήκες.  Ο Θεός, όμως, ο οποίος δημιούργησε το σύμπαν και όλα τα όντα και, βεβαίως, τον άνθρωπο, ιδιαιτέρως, σ’ αυτόν εγκατέστησε τη συνείδηση, που είναι η ειδοποιός διαφορά από τα άλλα όντα και τον καθιστά υπεύθυνο. Η συνείδηση μπορεί να συντελέσει  στην διάσωση της υπάρξεως, μπορεί όμως να συντελέσει και  στην αυτοκαταστροφή του.
Ο Λόγος, απόλυτος, καθοριστικός οδηγός της ψυχής και συντελεστής της πορείας για τη διάσωση της υπάρξεως. Η ψυχή και η συνείδηση δεν υπόκεινται στο χρόνο, ούτε και στους φυσικούς νόμους. Παρέχουν τη δυνατότητα της έξαρσης από το χρόνο, από την ύλη και της μετοχής στο διηνεκές παρόν, που είναι η αδιάλειπτη ζωή. Η συνείδηση,  αποτρέπει τον άνθρωπο από το να δημιουργεί παραλείψεις που επιφέρουν ενοχές, καθώς τον φέρνει στην επίγνωση της σχέσεως. Ωστόσο η απουσία εγρήγορσης και οι δυσμενείς συνθήκες, στις οποίες ο άνθρωπος διέρχεται ως αγνοών και αγνοούμενος, επιφέρουν τον κίνδυνο του υπαρξιακού του θανάτου (λήθη).
Είναι φορές- στιγμές που συμβαίνει ο άνθρωπος όταν συναντήσει έναν άλλον, απρόβλεπτα και απρόσμενα,  να αισθανθεί ενθουσιασμό. Τι στιγμή εκείνη, μέσα στο παρόν παρίσταται η ζώσα ύπαρξη, η οποία λειτουργεί με το συνυπάρχειν. Πόσο ωραίο είναι το συναίσθημα αυτό και πόση χαρά δίνει! Κάνει τον άνθρωπο να νιώσει σαν παιδί! Μήπως, ο Θεός Λόγος δεν προτείνει « Γίνεσθε ως τα παιδία ότι αυτών εστί η βασιλεία των ουρανών»;
Αν παραμείνουμε στον ενθουσιασμό και δεν προχωρήσουμε στη συγκίνηση, τότε δεν θα δώσουμε στη συνάντηση αυτή κάποια προοπτική. Η συγκίνηση θα διακοπεί αν δεν οδηγηθούμε στη συμφωνία μέσα από το διάλογο και την επικοινωνία. Η  συνέχεια θα έχει πάντα σχέση με τη βαθύτερη αξιολόγηση. Από ’κει προκύπτει ένα θαυμάσιο φαινόμενο, που ομοιάζει με τη μουσική! Θάλεγε, λοιπόν, κανείς ότι, όταν  ομιλούν οι ψυχές με τη γλώσσα της αλήθειας, όταν επέλθει η ψυχική και συνειδητή σύνθεση των ανθρώπων, που θα λειτουργούν εν σχέση  με τη θεία αρμονία του σύμπαντος, τότε δημιουργείται η συμφωνία.
 Εάν συμβεί να συμφωνήσουν οι ψυχές τότε συντονίζονται και γίνεται η απαρχή μιας αλλαγής  που θα οδηγήσει στην αρμονία.
Αν, η συνάντηση των ανθρώπων, που ένιωσαν ενθουσιασμό, συγκίνηση και συμφωνούν, δεν αποτελέσει την απαρχή μιας σχέσεως με προοπτική, τότε είναι βέβαιο, ότι θα το παραλάβει, αυτό το γεγονός, η λήθη. Η τρέχουσα πραγματικότητα θα το διαγράψει από τη μνήμη. Τι όμως μπορεί να σημάνει αυτό; Μία απώλεια που συμβαίνει ανεπίγνωτα. Ο χρόνος παραλαμβάνει την ύπαρξη  μέσα στους εξοντωτικούς ρυθμούς της καθημερινότητας, στον αγώνα της βιοπάλης και στο συμβατικό τρόπο σκέπτεσθαι και ζωής που επικρατεί, διαγράφοντας τις ευαισθησίες. Το ατομικό εγώ του ανθρώπου, που ως επι τω πλείστον συντάσσεται με τους άλλους διαγράφει αυτές τις ιδιαίτερες προσωπικές εκφάνσεις, θεωρώντας ότι δεν είναι σχετικές με την τρέχουσα πραγματικότητα και με το πνεύμα που επικρατεί. Και, βεβαίως, θα προκύψει μια επιχειρηματολογία ,η οποία θα οδηγήσει με τη λογική της στην εξαφάνιση της ευαισθησίας και της θαυμάσιας αναφοράς των δύο ψυχών που οδηγούνται στην έξαρση από τον κόσμο της φθοράς και της διαφθοράς.
Το εγώ δημιουργεί μια μονομέρεια κι έναν αποκλεισμό που στερεί τον άνθρωπο από τη δυνατότητα  να συγκινείται, θέλει ως επι τω πλείστον να επικρατεί. Μέσω του ενστίκτου της επιβιώσεως λειτουργεί αρνητικά ως προς τις  υπερβάσεις, γι’ αυτό καταφεύγει σ’ ένα κοινότυπο τρόπο ζωής, δίνοντας μάλιστα μια λογική παρέμβαση. Τη φυγοπονία την υπαγορεύει το ένστικτο της επιβιώσεως και το μαζικό πνεύμα, μέσα στο οποίο εξουδετερώνεται η προσωπική ζωή.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στην ευαίσθητη περιοχή της ψυχής, εκεί είναι ό,τι ωραίο υπάρχει που πρέπει με πολύ ευλάβεια να το διατηρήσει ο άνθρωπος ζωντανό, γιατί κάποτε ο ίδιος ο εαυτός θα γίνει τιμωρός, για την απώλεια της ευαισθησίας. Αν επέλθει η λήθη των ωραίων στιγμών και των υπερβάσεων που αποδεικνύουν την εν Θεώ συναίσθηση μιας πραγματικότητας που ενθουσιάζει, συγκινεί και συντάσσει με τη μετοχή της εσώτερης αλήθειας του ανθρώπου,  τότε έπεται ο υπαρξιακός θάνατος.
 Ο άνθρωπος όμως που αντιλαμβάνεται το ύψιστο χρέος προς την ένθεη ιδιότητά του και τη μοναδικότητά του, εάν συμβεί να χάσει τον ενθουσιασμό είναι πάρα πολύ γόνιμο να περιέλθει στην οδύνη κι όχι στην αδιαφορία.
Η οδύνη διατηρεί ζωντανή την ανάμνηση και δεν αφήνει την ύπαρξη να περιέλθει εις την θανατηφόρο λήθη.
Η συνείδηση, η οποία επικυρώνει και δικαιώνει την προσωπική σχέση, δεν θα αφήσει τον άνθρωπο να την αντιμετωπίσει ως δευτερεύουσα υπόθεση και η μετοχή του στο κοινωνικό γίγνεσθαι να τον αποσπάσει, χρονικά και ουσιαστικά, από το δικαίωμα αυτό. Εδώ, χρειάζεται ένας άθλος, αλλά το ατομικό εγώ στέκεται εμπόδιο.. Ενώ δεν εμποδίζει  άθλους, οι οποίοι γίνονται ευάρεστοι και αποδεκτοί από τον κόσμο, καθώς τονώνουν τη δύναμή του, με την επιτυχία και  την εγκοσμιακή διάκριση που προσφέρουν,  εναντιώνεται στις υπαρξιακές υπερβάσεις, στις λεπταίσθητες εκφάνσεις της ψυχής, οι οποίες συμβαίνουν με τον ενθουσιασμό και τη συγκίνηση.

 Ας έρθουμε τώρα στο λόγο του Θεού, ο οποίος δόθηκε προς σωτηρία των ανθρώπων και ιδιαίτερα στην προτροπή «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν», μια προτροπή που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως απαρχή της αναγωγικής πορείας του ανθρώπου προς τον θεϊκό του προορισμό.
Ποιος είναι ο εαυτός; Είναι το ατομικό εγώ που συντάσσεται με τους πολλούς; Όχι, βεβαίως όχι, εδώ η αναφορά στον εαυτό, που είναι αρχαιοελληνική λέξη κι αυτή, συνιστά, και μια άλλη φιλοσοφία ζωής, σχετική με την αρχαιοελληνική σκέψη.  Ας θυμηθούμε τον Πυθαγόρα ο οποίος είπε: «γνώρισε τον εαυτό σου και θα γνωρίσεις το σύμπαν και τους θεούς»!
Τον Εαυτό θα τον βρούμε δια μέσω της σχέσεως με τον  πλησίον. Οι στιγμές του ενθουσιασμού, της συγκινήσεως και της συμφωνίας αποτελούν, σημαντικότατη απόσπαση από το πνεύμα του κόσμου και εισαγωγή στον όμορφο κόσμο της ψυχής. Ο ενθουσιασμός, η συγκίνηση, η συμφωνία μεταξύ δύο ανθρώπων οδηγούν στο μυστήριο της σχέσεως που είναι τόσο ερωτικό όσο και ενωτικό καθώς η ύπαρξη μ’ αυτές τις συνθήκες, μόνον, μπορεί να διασωθεί!
Πολύ συχνά υπήρξαν περιπτώσεις που οι άνθρωποι αισθάνθηκαν μια ευχάριστη συναίσθηση με τον ανάλογο ενθουσιασμό, ακούγοντας το λόγο του Θεού και ο ενθουσιασμός τους  δεν είχε συνέχεια και συνέπεια.
Η ασυνέπεια αυτή είναι καθοριστική  για την περαιτέρω πορεία τους. Ανεπίγνωτα περνούν μέσα στη διαδικασία του αγώνος της επιβιώσεως, ο οποίος τους αποσπά από την υπαρξιακή ανησυχία.
Βασικό στοιχείο στη σκέψη και στα συναισθήματα αποτελεί η ύπαρξη του άλλου. Η ιδιαιτερότητα της προσωπικότητας δεν γίνεται αναγνωρίσιμη και αποδεκτή, παρά μόνο δια μέσω της αγάπης.  Ο άλλος, γι’ αυτόν που έχει έρθει στην επίγνωση της ψυχής και της συνειδήσεώς του, αποκτά μεγάλη σημασία και αξία. Η γνώση του εαυτού ουσιαστικά εισάγει στο μυστήριο της ζωής, που αφορά, βεβαίως, μια κατάσταση που λειτουργεί εν σχέση, ο άνθρωπος με τον άλλον άνθρωπο και η συν Θεώ συνεύρεση. Είπαμε ότι ο πλησίον μπορεί να γίνει η απαρχή της σχέσεως. Βεβαίως, αυτό αποτελεί μυστήριο.
Ας αφήσουμε όμως μέσα στη σιωπή το ανεξήγητο και το μεγαλειώδες ας επιστρέψουμε σ’ έναν κίνδυνο που μας αφορά, όταν κι εφόσον αποσπασθούμε από την αλήθεια και υποστούμε τη λήθη. Η λήθη είναι κατάσταση που μπορεί να προκύψει μέσα στο γραμμικό χρόνο, μέσα στον κάματο ενός αγώνα στον οποίο μετέχει κανείς, πολλές φορές, καθ’ υπερβολή.
 Το θέατρο, η λογοτεχνία και θα έλεγα η κλασσική λογοτεχνία, στην οποία οι αλήθειες αυτές δίνονται με πολύ αισθαντικό τρόπο, έρχονται να μας δώσουν έναν καθρέπτη της υπάρξεως, για την οποία η λεπτομέρεια είναι πολύ σημαντική.
Ευτυχώς, η μεγάλη Τέχνη, εννοούμε τις στιγμές εκείνες κατά τις οποίες οι δημιουργοί απέδωσαν διαχρονικό λόγο, ποίηση, θέατρο, φιλοσοφία κλπ., είναι μια παρακαταθήκη η οποία υπάρχει για τον καθένα. Μπορεί να αναζητήσει μέσα από την υψηλή μορφή της Τέχνης την ίδια την ύπαρξή του, η οποία  συνδέεται με τις αξίες. Η μεγάλη τέχνη επιχειρεί μια υπόμνηση των διαχρονικών αξιών που συνδέονται με την ύπαρξη του ανθρώπου και με την ένθεη φύση του.
Αλκμήνη Κογγίδου.

Ποιήτρια-δοκιμιογράφος