Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

ΜΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΟ ΑΧΡΟΝΟ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ

Η αξιολόγηση της ζωής με βάση την γραμμική αντίληψη του χρόνου συνέβαλε καθοριστικά στο να αποσπάσει τον άνθρωπο από τη συνειδητή βίωση του παρόντος, με συνέπεια τη μετάθεση της σκέψεως είτε στο παρελθόν είτε στο μέλλον. Η απόσπαση αυτή σήμανε την απουσία του από τη ζώσα πραγματικότητα. Η απουσία από το παρόν και η μετάθεση της σκέψεως σε παρελθόντα ή μέλλοντα χρόνο έγινε αιτία λαθών και εγκλημάτων που συνέβησαν και συμβαίνουν στην ανθρωπότητα σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο. Η αξιολόγηση αυτή, βεβαίως, σηματοδοτεί ένα κενό που οδηγεί στην απομόνωση, μ’ αυτές τις προϋποθέσεις δεν είναι δυνατόν να επικοινωνούν και να λειτουργούν οι άνθρωποι με το πνεύμα του συνυπάρχειν. Η έμφαση στο φαινόμενο και στη βιολογική νεότητα, η οποία ως γνωστόν έχει αρχή και τέλος, δεν προσφέρει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να αναχθεί στην επίγνωση της αιώνιας ιδιότητας της ψυχής και φυσικά επιβάλλει τη συγκρότηση της διάνοιας ώστε να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που προκύπτουν. Η επικρατούσα αξιολόγηση επιφέρει τη λήθη και τον αποσπά από τη συνείδηση και την ηθική ευθύνη. Εκτός αυτού δεν μπορεί να συναντηθεί ουσιαστικά με τον άλλον, η συνάντηση των προσώπων προϋποθέτει τη συνειδητή βίωση του παρόντος. Οι κοινωνικές, οικονομικές, οικογενειακές συνθήκες διατηρούν την απομόνωση με αποτέλεσμα να βρίσκεται ο άνθρωπος υποκείμενος στα τραύματα που υπέστη. Άλλοτε επιβάλλει στους άλλους τους δικούς του όρους, ενεργώντας ως θύτης κι άλλοτε υπόκειται τους όρους των άλλων ως θύμα.
ο άνθρωπος υποκείμενος στη γραμμική αντίληψη του χρόνου, δίνει έμφαση στη βιολογική ζωή και στη βιοτική μέριμνα. Ξεκινώντας από την ατομικότητά του προβαίνει αναγκαστικά σε υπερβάσεις των βιολογικών του ορίων, προκειμένου να ανταποκριθεί στα προβλήματα της καθημερινότητας και των αναγκών που προκύπτουν. Άλλοτε, πάλι, επιδιώκει τις υπερβάσεις με σκοπό τη διάκριση στον αθλητισμό, στην επιστήμη, στις σπουδές, αλλά οι υπερβάσεις αυτές δεν έχουν υπαρξιακό χαρακτήρα.
Οι υπαρξιακές υπερβάσεις ως έκφραση της ψυχής και της συνειδήσεως δεν γίνονται με πρόθεση την διάκριση, ούτε την επιβράβευση, γίνονται για να διατηρηθεί ζώσα η υπαρξιακή υπόσταση μέσα στη σχετικότητα. Γίνονται, επίσης, για να διατηρηθεί το σημείο επαφής με τη συνείδηση, κατά κάποιο τρόπο είναι κατακτήσεις του ενάρετου που ανήσυχος αφουγκράζεται το καθαρό αίτημα της ψυχής. Η αρετή προκύπτει από τη συνείδηση του συνυπάρχειν. Ο άνθρωπος δεν γίνεται ήρωας για τον εαυτό του, γενικότερα δεν γίνεται ενάρετος, μόνον, από και για τον εαυτό του, αλλά εν σχέση με τον άλλον. Κάθε θετική σκέψη ή ενέργεια προκύπτει από τη συνείδηση του συνυπάρχειν. Εάν ο άνθρωπος δεν προσπαθήσει να εξαρθεί από τις δεσμεύσεις που υπαγορεύονται από το ατομικό εγώ και το συμβατικό τρόπο σκέπτεσθαι, δεν θα φθάσει στην αρετή, ούτε θα μπορέσει να συνεργαστεί θετικά, συντονίζοντας την ύπαρξή του εν σχέση με τον άλλον και με το όλον. Ο ίδιος, επειδή είναι εξαρτώμενος από τις αισθήσεις του, διαμορφώνει μια ελλιπή αντίληψη περί ζωής που σχετίζεται με το φαινόμενο και με το γραμμικό χρόνο. Η επίπεδη αυτή αντίληψη του δίνει μία ψευδαίσθηση, που ορίζει μία αρχή κι ένα τέλος (γέννηση-θάνατος) της ζωής, με συνέπεια να τον αποσπά από τη συνειδητή βίωση του παρόντος, από την εσωτερικότητα και από τον προσωπικό τρόπο σκέπτεσθαι. Όλα αυτά αναχαιτίζουν την πορεία της αυτογνωσίας του.
Αν εμβαθύνουμε στις περισσότερες περιπτώσεις των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, οι οποίοι δια μέσου της γνώσεως του Εαυτού, έφτασαν σε διατυπώσεις αληθειών, περί του σύμπαντος και της ζωής, που ισχύουν μέχρι σήμερα, θα διαπιστώσουμε τη μεγάλη αξία της αυτογνωσίας. («Γνώρισε τον εαυτό σου και θα γνωρίσεις το σύμπαν και τους Θεούς», Πυθαγόρας) Σ’ αντίθεση με την ολιστική φιλοσοφία, η υλιστική κοσμοθεωρία τέμνει και διασπά την ενότητα της ζωής, υποβάλλοντας έναν ανάλογο τρόπο σκέψεως. Ωστόσο, για τον ελεύθερο άνθρωπο που διατηρεί την προσωπική του ματιά, ο πνευματικός πολιτισμός, ο οποίος προ αιώνων μας παραδίδει τους καρπούς του και μάλιστα με τις διαχρονικές του αξίες, δεν έχει καμία σχέση με το γραμμικό χρόνο. Γι’ αυτό το λόγο τα έργα του πνεύματος προσφέρουν την αιώνια νεότητα («Εἰ δε βούλει, αὐτό ἡ «νόησις» του νέου ἐστίν ἓσις, το δε νέα εἶναι τα ὂντα σημαίνει γιγνόμενα ἀεί εἶναι·..»(Κρατύλος 411c,) Ακόμα και σήμερα, τρεφόμαστε διαμέσου του νοός από τα έργα τα οποία δημιουργήθηκαν από μορφές που έζησαν χιλιάδες χρόνια πριν. Η διαχρονικότητα και η επικαιρότητα των έργων του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Ηράκλειτου, των μεγάλων τραγικών ποιητών τι αποδεικνύει;
Αποδεικνύει ότι οι πνευματικοί δημιουργοί δεν έχουν σχέση με τη γραμμική αντίληψη του χρόνου, αλλά με το αιώνιο παρόν.
Τελικά, ο κόσμος, αν και είναι υποκείμενος στο γραμμικό χρόνο αναζητά μια τροφή πνευματική, η οποία, ίσως δεν γνωρίζει, ότι προέρχεται μέσα από την έξαρση του νοός στο αιώνιο παρόν.
Στην εποχή μας που η παγκοσμιοποίηση χρησιμοποιεί τον άνθρωπο ως όργανο, εμείς οι Έλληνες δεν έχουμε το δικαίωμα της απώλειας της μνήμης των διαχρονικών αξιών και της επαφής μας μ’ αυτές. Εδώ βρίσκουμε πηγές που τροφοδοτούν την ύπαρξή μας και μας υποβάλλουν μία αναθεώρηση και μια βαθύτερη εντρύφηση περί του εαυτού.
Δεν μπορεί να είναι κανείς Έλληνας και να μην ενδιαφέρεται για την αυτογνωσία του, όπως δεν μπορεί να είναι κανείς Χριστιανός και να μην ενδιαφέρεται για τον άλλον. Υπάρχουμε συνυπάρχοντας. Η ψυχή και η συνείδηση φέρνουν στην επίγνωση του ανθρώπου το γεγονός της ζωής υπό την έννοια της σχέσεως.
Οι ευρύτερες κοινωνικές αντιλήψεις έχουν σημαντικά διαμορφωθεί από την επιστήμη, η οποία υποστήριξε το υλιστικό μοντέλο ζωής και συνέβαλε στην εδραίωση του τεχνολογικού πολιτισμού που αναπτύχθηκε ερήμην του πνεύματος, αγνοώντας το φυσικό περιβάλλον. Κυριολεκτικά, αγνόησε τη σχέση του ανθρώπου μ’ αυτό. Γενικότερα, αγνόησε μία βασική αρχή : ότι η ζωή υπάρχει ως σχέση, δηλαδή την αρχή της Ενότητας (το Δελφικό «παν Εν»).
Μετά τη διατύπωση της θεωρίας της σχετικότητας, η οποία έχει επιβεβαιωθεί σήμερα, η αντίληψη για το τι είναι ύλη έχει διαφοροποιηθεί. Πολλά αλλάζουν κι ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τη ζωή και τη βιώνουμε είναι δυνατόν ν’ αλλάξει, αν διαφοροποιηθεί η αντίληψή μας για το χρόνο.
Τα οικονομικοπολιτικά συστήματα σε παγκόσμια κλίμακα αντιμετώπιζαν, πάντα, τον άνθρωπο όχι ως ύπαρξη, αλλά ως αριθμό, κατά συνέπεια ως προϊόν εκμεταλλεύσιμο. Ο ίδιος αναγκάστηκε να υπερτονίσει το ένστικτο της επιβιώσεως και να λειτουργήσει άλλοτε αμυνόμενος κι άλλοτε επιτιθέμενος, μέσα σ’ έναν αφιλόξενο κόσμο που αδιαφορεί για τον ίδιο ως ψυχοσωματική οντότητα. Προκειμένου να ζήσει, όσο το δυνατόν, ανώδυνα, σ’ αυτόν τον αδιάφορο για την αλήθεια του, κόσμο, προσπάθησε να γίνει αποδεκτός και ευάρεστος στους πολλούς, περνώντας στη λήθη και στην αλλοτρίωση. Υπέστη, χωρίς να το καταλάβει, την εξομοίωση καθώς ο τρόπος σκέψεως των πολλών υποβάλλεται από την παιδική ηλικία.
Αν ο άνθρωπος αφεθεί να υποστεί την επίδραση του γραμμικού χρόνου στη σκέψη και στον τρόπο της ζωής του, κινδυνεύει να αφανιστεί υπαρξιακά. Αγνοώντας τη μοναδικότητα του προσώπου του, αυτοπροσδιορίζεται με κριτήρια αλλότρια, όπως την επαγγελματική του ταυτότητα, την ηλικία του, την οικονομική του κατάσταση, τη σωματική του υγεία και άλλα συναφή. Η υπαρξιακή εκμηδένιση επέρχεται βαθμιαία καθώς περιορίζεται στη βιολογική του εμβέλεια και αυτοπροσδιορίζεται με τα κριτήρια των άλλων, χάνοντας τον προσωπικό τρόπο σκέπτεσθαι και την ανησυχία περί της υπαρξιακής του αλήθειας. Καθώς αγνοεί τον εαυτό του ως μοναδικότητα είναι εύκολο να συντάσσεται με τους πολλούς.
Εδώ βρίσκεται ένα λεπτό σημείο. Σε κάθε κανόνα υπάρχουν οι εξαιρέσεις, και στην περίπτωση αυτή η γόνιμη εκμηδένιση αποτελεί εξαίρεση. Εάν ο άνθρωπος έχει αποκτήσει συνείδηση της υπάρξεώς του, μετουσιώνει το κακό που υπέστη σε γνώση και τότε αντιστρέφει κάθε αρνητική δύναμη που θα μπορούσε να τον καταστρέψει σε θετική. Μέσα από τη διάσπαση των ορίων της ατομικότητας, ανακαλύπτει τις άγνωστες δυνατότητές του, την υπαρξιακή και οντολογική του υπόσταση και τότε δεν είναι δυνατόν να επιτρέψει το συμβατικό χρόνο, τις συμβατικές συνθήκες ζωής και κυρίως τον τρόπο σκέπτεσθαι που επικρατεί να τον αλλοτριώσουν και να υποστεί τη λήθη.
Θα λέγαμε ότι εξαιρέσεις αποτελούν οι μάρτυρες, οι οποίοι εκμηδενίζονται οι ίδιοι ενώ ταυτόχρονα καθίστανται δέκτες του Λόγου κι ανακαλύπτουν την επαφή με την αιώνια ιδιότητά τους, τη θεία τους υπόσταση . Η ύπαρξη που βρίσκεται αναφορικά προς την αλήθεια μέσα στη σχετικότητα είναι αδιαπραγμάτευτη γι’ αυτό προσανατολίζεται στο Απόλυτο. Έτσι, είναι φυσικό επακόλουθο να μη γίνεται αναγνωρίσιμη από την εποχή της.
Εάν ο άνθρωπος προσανατολισθεί προς την αυτογνωσία του, τότε θα αντιμετωπίσει την κρίση της εποχής μας ως μια δοκιμασία που είναι έδαφος εκμεταλλεύσιμο για την εξέλιξή του.

Αλκμήνη Κογγίδου
Ποιήτρια-δοκιμιογράφος

Φωτογραφία: ΜΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΟ ΑΧΡΟΝΟ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ
Η αξιολόγηση της ζωής με βάση την γραμμική αντίληψη του χρόνου συνέβαλε καθοριστικά στο να αποσπάσει τον άνθρωπο από τη συνειδητή βίωση του παρόντος, με συνέπεια τη μετάθεση της σκέψεως είτε στο παρελθόν είτε στο μέλλον. Η απόσπαση αυτή σήμανε την απουσία του από τη ζώσα πραγματικότητα. Η απουσία από το παρόν και η μετάθεση της σκέψεως σε παρελθόντα ή μέλλοντα χρόνο έγινε αιτία λαθών και εγκλημάτων που συνέβησαν και συμβαίνουν στην ανθρωπότητα σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο. Η αξιολόγηση αυτή, βεβαίως, σηματοδοτεί ένα κενό που οδηγεί στην απομόνωση, μ’ αυτές τις προϋποθέσεις δεν είναι δυνατόν να επικοινωνούν και να λειτουργούν οι άνθρωποι με το πνεύμα του συνυπάρχειν. Η έμφαση στο φαινόμενο και στη βιολογική νεότητα, η οποία ως γνωστόν έχει αρχή και τέλος, δεν προσφέρει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να αναχθεί στην επίγνωση της αιώνιας ιδιότητας της ψυχής και φυσικά επιβάλλει τη συγκρότηση της διάνοιας ώστε να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που προκύπτουν. Η επικρατούσα αξιολόγηση επιφέρει τη λήθη και τον αποσπά από τη συνείδηση και την ηθική ευθύνη. Εκτός αυτού δεν μπορεί να συναντηθεί ουσιαστικά με τον άλλον, η συνάντηση των προσώπων προϋποθέτει τη συνειδητή βίωση του παρόντος. Οι κοινωνικές, οικονομικές, οικογενειακές συνθήκες διατηρούν την απομόνωση με αποτέλεσμα να βρίσκεται ο άνθρωπος υποκείμενος στα τραύματα που υπέστη. Άλλοτε επιβάλλει στους άλλους τους δικούς του όρους, ενεργώντας ως θύτης κι άλλοτε υπόκειται τους όρους των άλλων ως θύμα.
ο άνθρωπος υποκείμενος στη γραμμική αντίληψη του χρόνου, δίνει έμφαση στη βιολογική ζωή και στη βιοτική μέριμνα. Ξεκινώντας από την ατομικότητά του προβαίνει αναγκαστικά σε υπερβάσεις των βιολογικών του ορίων, προκειμένου να ανταποκριθεί στα προβλήματα της καθημερινότητας και των αναγκών που προκύπτουν. Άλλοτε, πάλι, επιδιώκει τις υπερβάσεις με σκοπό τη διάκριση στον αθλητισμό, στην επιστήμη, στις σπουδές, αλλά οι υπερβάσεις αυτές δεν έχουν υπαρξιακό χαρακτήρα. 
Οι υπαρξιακές υπερβάσεις ως έκφραση της ψυχής και της συνειδήσεως δεν γίνονται με πρόθεση την διάκριση, ούτε την επιβράβευση, γίνονται για να διατηρηθεί ζώσα η υπαρξιακή υπόσταση μέσα στη σχετικότητα. Γίνονται, επίσης, για να διατηρηθεί το σημείο επαφής με τη συνείδηση, κατά κάποιο τρόπο είναι κατακτήσεις του ενάρετου που ανήσυχος αφουγκράζεται το καθαρό αίτημα της ψυχής. Η αρετή προκύπτει από τη συνείδηση του συνυπάρχειν. Ο άνθρωπος δεν γίνεται ήρωας για τον εαυτό του, γενικότερα δεν γίνεται ενάρετος, μόνον, από και για τον εαυτό του, αλλά εν σχέση με τον άλλον. Κάθε θετική σκέψη ή ενέργεια προκύπτει από τη συνείδηση του συνυπάρχειν. Εάν ο άνθρωπος δεν προσπαθήσει να εξαρθεί από τις δεσμεύσεις που υπαγορεύονται από το ατομικό εγώ και το συμβατικό τρόπο σκέπτεσθαι, δεν θα φθάσει στην αρετή, ούτε θα μπορέσει να συνεργαστεί θετικά, συντονίζοντας την ύπαρξή του εν σχέση με τον άλλον και με το όλον. Ο ίδιος, επειδή είναι εξαρτώμενος από τις αισθήσεις του, διαμορφώνει μια ελλιπή αντίληψη περί ζωής που σχετίζεται με το φαινόμενο και με το γραμμικό χρόνο. Η επίπεδη αυτή αντίληψη του δίνει μία ψευδαίσθηση, που ορίζει μία αρχή κι ένα τέλος (γέννηση-θάνατος) της ζωής, με συνέπεια να τον αποσπά από τη συνειδητή βίωση του παρόντος, από την εσωτερικότητα και από τον προσωπικό τρόπο σκέπτεσθαι. Όλα αυτά αναχαιτίζουν την πορεία της αυτογνωσίας του.
Αν εμβαθύνουμε στις περισσότερες περιπτώσεις των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, οι οποίοι δια μέσου της γνώσεως του Εαυτού, έφτασαν σε διατυπώσεις αληθειών, περί του σύμπαντος και της ζωής, που ισχύουν μέχρι σήμερα, θα διαπιστώσουμε τη μεγάλη αξία της αυτογνωσίας. («Γνώρισε τον εαυτό σου και θα γνωρίσεις το σύμπαν και τους Θεούς», Πυθαγόρας) Σ’ αντίθεση με την ολιστική φιλοσοφία, η υλιστική κοσμοθεωρία τέμνει και διασπά την ενότητα της ζωής, υποβάλλοντας έναν ανάλογο τρόπο σκέψεως. Ωστόσο, για τον ελεύθερο άνθρωπο που διατηρεί την προσωπική του ματιά, ο πνευματικός πολιτισμός, ο οποίος προ αιώνων μας παραδίδει τους καρπούς του και μάλιστα με τις διαχρονικές του αξίες, δεν έχει καμία σχέση με το γραμμικό χρόνο. Γι’ αυτό το λόγο τα έργα του πνεύματος προσφέρουν την αιώνια νεότητα («Εἰ δε βούλει, αὐτό ἡ «νόησις» του νέου ἐστίν ἓσις, το δε νέα εἶναι τα ὂντα σημαίνει γιγνόμενα ἀεί εἶναι·..»(Κρατύλος 411c,) Ακόμα και σήμερα, τρεφόμαστε διαμέσου του νοός από τα έργα τα οποία δημιουργήθηκαν από μορφές που έζησαν χιλιάδες χρόνια πριν. Η διαχρονικότητα και η επικαιρότητα των έργων του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Ηράκλειτου, των μεγάλων τραγικών ποιητών τι αποδεικνύει; 
Αποδεικνύει ότι οι πνευματικοί δημιουργοί δεν έχουν σχέση με τη γραμμική αντίληψη του χρόνου, αλλά με το αιώνιο παρόν. 
Τελικά, ο κόσμος, αν και είναι υποκείμενος στο γραμμικό χρόνο αναζητά μια τροφή πνευματική, η οποία, ίσως δεν γνωρίζει, ότι προέρχεται μέσα από την έξαρση του νοός στο αιώνιο παρόν. 
Στην εποχή μας που η παγκοσμιοποίηση χρησιμοποιεί τον άνθρωπο ως όργανο, εμείς οι Έλληνες δεν έχουμε το δικαίωμα της απώλειας της μνήμης των διαχρονικών αξιών και της επαφής μας μ’ αυτές. Εδώ βρίσκουμε πηγές που τροφοδοτούν την ύπαρξή μας και μας υποβάλλουν μία αναθεώρηση και μια βαθύτερη εντρύφηση περί του εαυτού. 
Δεν μπορεί να είναι κανείς Έλληνας και να μην ενδιαφέρεται για την αυτογνωσία του, όπως δεν μπορεί να είναι κανείς Χριστιανός και να μην ενδιαφέρεται για τον άλλον. Υπάρχουμε συνυπάρχοντας. Η ψυχή και η συνείδηση φέρνουν στην επίγνωση του ανθρώπου το γεγονός της ζωής υπό την έννοια της σχέσεως.
Οι ευρύτερες κοινωνικές αντιλήψεις έχουν σημαντικά διαμορφωθεί από την επιστήμη, η οποία υποστήριξε το υλιστικό μοντέλο ζωής και συνέβαλε στην εδραίωση του τεχνολογικού πολιτισμού που αναπτύχθηκε ερήμην του πνεύματος, αγνοώντας το φυσικό περιβάλλον. Κυριολεκτικά, αγνόησε τη σχέση του ανθρώπου μ’ αυτό. Γενικότερα, αγνόησε μία βασική αρχή : ότι η ζωή υπάρχει ως σχέση, δηλαδή την αρχή της Ενότητας (το Δελφικό «παν Εν»). 
Μετά τη διατύπωση της θεωρίας της σχετικότητας, η οποία έχει επιβεβαιωθεί σήμερα, η αντίληψη για το τι είναι ύλη έχει διαφοροποιηθεί. Πολλά αλλάζουν κι ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τη ζωή και τη βιώνουμε είναι δυνατόν ν’ αλλάξει, αν διαφοροποιηθεί η αντίληψή μας για το χρόνο. 
Τα οικονομικοπολιτικά συστήματα σε παγκόσμια κλίμακα αντιμετώπιζαν, πάντα, τον άνθρωπο όχι ως ύπαρξη, αλλά ως αριθμό, κατά συνέπεια ως προϊόν εκμεταλλεύσιμο. Ο ίδιος αναγκάστηκε να υπερτονίσει το ένστικτο της επιβιώσεως και να λειτουργήσει άλλοτε αμυνόμενος κι άλλοτε επιτιθέμενος, μέσα σ’ έναν αφιλόξενο κόσμο που αδιαφορεί για τον ίδιο ως ψυχοσωματική οντότητα. Προκειμένου να ζήσει, όσο το δυνατόν, ανώδυνα, σ’ αυτόν τον αδιάφορο για την αλήθεια του, κόσμο, προσπάθησε να γίνει αποδεκτός και ευάρεστος στους πολλούς, περνώντας στη λήθη και στην αλλοτρίωση. Υπέστη, χωρίς να το καταλάβει, την εξομοίωση καθώς ο τρόπος σκέψεως των πολλών υποβάλλεται από την παιδική ηλικία.
Αν ο άνθρωπος αφεθεί να υποστεί την επίδραση του γραμμικού χρόνου στη σκέψη και στον τρόπο της ζωής του, κινδυνεύει να αφανιστεί υπαρξιακά. Αγνοώντας τη μοναδικότητα του προσώπου του, αυτοπροσδιορίζεται με κριτήρια αλλότρια, όπως την επαγγελματική του ταυτότητα, την ηλικία του, την οικονομική του κατάσταση, τη σωματική του υγεία και άλλα συναφή. Η υπαρξιακή εκμηδένιση επέρχεται βαθμιαία καθώς περιορίζεται στη βιολογική του εμβέλεια και αυτοπροσδιορίζεται με τα κριτήρια των άλλων, χάνοντας τον προσωπικό τρόπο σκέπτεσθαι και την ανησυχία περί της υπαρξιακής του αλήθειας. Καθώς αγνοεί τον εαυτό του ως μοναδικότητα είναι εύκολο να συντάσσεται με τους πολλούς. 
Εδώ βρίσκεται ένα λεπτό σημείο. Σε κάθε κανόνα υπάρχουν οι εξαιρέσεις, και στην περίπτωση αυτή η γόνιμη εκμηδένιση αποτελεί εξαίρεση. Εάν ο άνθρωπος έχει αποκτήσει συνείδηση της υπάρξεώς του, μετουσιώνει το κακό που υπέστη σε γνώση και τότε αντιστρέφει κάθε αρνητική δύναμη που θα μπορούσε να τον καταστρέψει σε θετική. Μέσα από τη διάσπαση των ορίων της ατομικότητας, ανακαλύπτει τις άγνωστες δυνατότητές του, την υπαρξιακή και οντολογική του υπόσταση και τότε δεν είναι δυνατόν να επιτρέψει το συμβατικό χρόνο, τις συμβατικές συνθήκες ζωής και κυρίως τον τρόπο σκέπτεσθαι που επικρατεί να τον αλλοτριώσουν και να υποστεί τη λήθη. 
Θα λέγαμε ότι εξαιρέσεις αποτελούν οι μάρτυρες, οι οποίοι εκμηδενίζονται οι ίδιοι ενώ ταυτόχρονα καθίστανται δέκτες του Λόγου κι ανακαλύπτουν την επαφή με την αιώνια ιδιότητά τους, τη θεία τους υπόσταση . Η ύπαρξη που βρίσκεται αναφορικά προς την αλήθεια μέσα στη σχετικότητα είναι αδιαπραγμάτευτη γι’ αυτό προσανατολίζεται στο Απόλυτο. Έτσι, είναι φυσικό επακόλουθο να μη γίνεται αναγνωρίσιμη από την εποχή της.
Εάν ο άνθρωπος προσανατολισθεί προς την αυτογνωσία του, τότε θα αντιμετωπίσει την κρίση της εποχής μας ως μια δοκιμασία που είναι έδαφος εκμεταλλεύσιμο για την εξέλιξή του.

Αλκμήνη Κογγίδου
Ποιήτρια-δοκιμιογράφος