Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

ΣΤΟΝ ΑΕΙΜΝΗΣΤΟ Μ.ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ

ΜΙΚΡΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΑΕΙΜΝΗΣΤΟ Μ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ
Δύο ποιήματα του Μανώλη Αναγνωστάκη το «Δρόμοι παλιοί» και το «Μιλώ», το καθένα για λόγους διαφορετικούς, έγιναν αφορμή για μια πρόσβαση στα ενδότερα. Μου άσκησαν μια βαθιά συγκίνηση που με οδήγησε στο ν’ ανακαλύψω κοινές αλήθειες καθώς και να βιώσω την υπαρξιακή διάσταση που αποκαλύπτουν αυτά τα ποιήματα.
Οι δρόμοι παλιοί μας παραπέμπουν σ’ ένα  παρελθόν το οποίο ο ποιητής αγάπησε και μίσησε.
Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα
Ατέλειωτα
Κάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
Νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή
Την ασήμαντη παρουσία μου
Βρίσκω σε κάθε γωνιά
Κάμε να σ’ ανταμώσω κάποτε
Φάσμα χαμένο του πόθου μου κι εγώ

Ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ
Κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη
στις υγρές μου παλάμες

Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα
Χωρίς να γνωρίζω κανέναν
Κι ούτε κανένας με γνώριζε.


Ο Αναγνωστάκης αποσπάται από τον συμβατικό και οδεύει προς έναν αντισυμβατικό τρόπο ζωής και σκέψης, με τίμημα την μοναξιά, οδηγημένος από το απόλυτο που κυοφορεί μέσα στην ψυχή του.
Μοναχική η πορεία του ανάμεσα σ’ ανθρώπους που τον αγνοούν. Και το τονίζει πιο εμφαντικά και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανέναν κι ούτε κανένας με γνώριζε.
Μ’ αυτή την αίσθηση της ερημιάς,  φέρει το βάρος του λόγου και της ευθύνης να μιλήσει για ένα υπαρξιακό γεγονός, που είναι τόσο δικό του όσο και δικό μας. Ακριβώς εδώ, αισθάνεσαι ότι ο ποιητής σε εκπροσωπεί και μιλάει με πολύ θάρρος και πολύ ειλικρίνεια. Όταν παρακάτω ομολογεί πως αναγκάζεται να δεχθεί την επιστροφή  «Νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες»,  καταγράφει την υπαρξιακή του αγωνία και είναι τόσο σφραγισμένη αυτή από το αίσθημα της ερημιάς που τον συνέχει κι όταν ακόμα επιστρέφει στον οικείο χώρο.
Τον σημαδεύει η οδύνη μιας συνειδητοποιημένης μοναξιάς «κι η πόλη νεκρή». Ωστόσο, σ’ αυτό το ερημικό τοπίο προχωρεί κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές του παλάμες.
Δεν είναι απαισιόδοξος ο Αναγνωστάκης, είναι ρεαλιστής και διατηρεί μια ελπίδα μέσα στην οποία θαμποφέγγει ένα όραμα. «Κάμε να σ’ ανταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο του πόθου μου κι εγώ»

Παίρνοντας μαζί του το καταστάλαγμα της αποτυχίας των κοινωνικών αγώνων και επαναστάσεων, διατηρώντας την επαφή με τη δική του αυθεντικότητα, διαθέτει μια καθαρή ματιά.
Οι κοινωνικοί αγώνες, οι επαναστάσεις, η ελπίδα για μια δικαιότερη κατανομή των αγαθών και τα ιδανικά, τα οποία οι άνθρωποι οραματίστηκαν και για τα οποία θυσιάστηκαν, δεν έφεραν το ποθητό αποτέλεσμα. Το όραμα της αλλαγής για κοινωνική δικαιοσύνη και ελευθερία έδωσε στους ιδεαλιστές το αίσθημα της απογοήτευσης. Αλλά, αυτό ήταν επόμενο να γίνει. Η αμφισβήτηση είναι σίγουρο καταστάλαγμα καθώς η εφαρμογή των αξιών που οραματίστηκαν δεν θα ήταν δυνατόν να υλοποιηθεί, χωρίς την ανάλογη εξέλιξη, η οποία θα προσέδιδε στον άνθρωπο την ωριμότητα που θα χρειάζονταν. Έτσι, ο ποιητής αντιλαμβάνεται ότι ο υπαρξιακός τομέας βρίσκεται, ακόμα, ανενεργός και η ουσιαστική σχέση των ανθρώπων δεν μπορεί να συντελεσθεί. Μιλούμε για εξέλιξη είναι απαραίτητο όμως να υπογραμμισθεί το επίπεδο της συνειδητότητας το οποίο θα την προσφέρει κι αυτό δεν είναι γεγονός που επιβάλλεται με καμία επανάσταση, είναι κέρδος προσωπικό. Η αφύπνιση της συνείδησης, η οποία θα φέρει τον άνθρωπο εγγύτερα στη σχέση είναι γεγονός προσωπικό. Αυτό, ακριβώς, το γνωρίζει ο ποιητής, γι’ αυτό και αναλαμβάνει με ειλικρίνεια και εντιμότητα να μιλήσει. Δεν είναι δυνατόν αυτή η ανωριμότητα να παρακαμφθεί και δεν μπορεί πάνω σ’ αυτή να στηρίξει την πραγμάτωσή της καμία ιδεολογία για κοινωνική δικαιοσύνη.
Η εξέλιξη την οποίαν οραματίσθηκαν ως συλλογική υπόθεση δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί  εάν δεν κατακτηθεί μέσα στον άνθρωπο η συνειδητότητα της σχέσης, η οποία εγείρει και την ανάλογη ηθική ευθύνη. Έτσι, επιστρέφει πάλι ο ποιητής στη μοναχικότητά του.
Ο Αναγνωστάκης βρίσκεται στο μεταίχμιο μιας αλλαγής. Μ’ αυτή την αίσθηση της ερημιάς και της αποτυχίας για κοινωνική αλλαγή για επαναστάσεις που θα έφερναν δικαιότερο τρόπο ζωής, προχωρεί ο ποιητής και στο άλλο ποίημα το «Μιλώ»
Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών
Για τα τελευταία κουρέλια απ’ τα γιορτινά μας φορέματα
Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες
Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε στους τάφους
Και τα σαπίζει η βροχή
Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα
Για τα κορίτσια που ζητιανεύουν δείχνοντας στα στήθια τους τις πληγές τους
Μιλώ για τις ξυπόλυτες τις μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα
Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια στους δρόμους
Τους μαστροπούς ποιητές που σέρνονται τις νύχτες στα κατώφλια
Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα
Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες
Μιλώ για τα προπύλια των φυλακών και για το δάκρυ των μελλοθανάτων
Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες π’ αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του.  Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαπόστασαν. Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνήθηκαν. Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταύρωναν κι αυτοί γαλήνιοι το δρόμο παίρνουνε π’ άκρη δεν έχει χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει όρθιοι και μόνοι μέσα στην ερημία του πλήθους.
Μία απομυθοποίηση τραγική, επακολουθεί του παράλογου κόσμου με τα εγκλήματα του πολέμου. Έτσι, μιλά για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών, τα σαλπίσματα μιας ήττας που φέρνει σαν επακόλουθο την πλήρη απομυθοποίηση αυτού του κόσμου και συσσωρεύει αισθήματα ενοχών. Τα παιδιά μας πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες. Μπορεί για κάποιους να μην είναι δικά μας τα παιδιά που πουλάν τσιγάρα, για τον ποιητή, όλα τα παιδιά, είναι τα δικά μας παιδιά.  
Μέσα στον κόσμο ο ποιητής πορεύεται ως αγνοούμενος, αλλά όχι ως αγνοών. Αισθάνεται και διαισθάνεται τα πάντα με την ευαισθησία που του χαρίζει η ματιά του και που τη διατηρεί η ψυχή του. Δηλώνεται η μεταπολεμική πλέον κατάρρευση ενός κόσμου που δεν στηρίζεται στη σχέση που δεν αντιλαμβάνεται, βέβαια, και τα λάθη του και συνεχίζει η ματιά του ποιητή να βλέπει την αλήθεια.
Κι είναι έτοιμος, γιατί δεν αρνήθηκε τη δοκιμασία, ούτε την απέφυγε. Βρίσκεται στο μεταίχμιο και καταθέτει με πολύ ειλικρίνεια. Έρχεται εγγύς σε μια απρόσιτη πραγματικότητα που θ’ ανοίξει τα μάτια της ψυχής.

 Όλες οι εικόνες που προηγήθηκαν σ’ αυτό το ποίημα είναι σαφώς εικόνες μιας τραγικής αποτυχίας που έφερε στον κόσμο ο πόλεμος και η αδικία. Ο ποιητής αποσπά τη ματιά του απ’ αυτόν και την προσανατολίζει στους ψαράδες. Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες π’ αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα Βήματά Του.
Υπάρχει ένας υποκειμενισμός.
Ο ποιητής μέσα από ένα βίωμα δικό του ταυτίζεται με τους ψαράδες, που μ’ όλη τους την αθωότητα, αφήνουν τα δίχτυα τους και Τον ακολουθούν. Τον συνεπαίρνει και τον ίδιο μιαν έξαρση αυτοθυσίας, αν και για άλλο λόγο.
Μιλάει για προδοσία και για διάψευση και για μοναξιά και πόλεμο των συντρόφων, καθόλου  τυχαία, βέβαια, αλλά γιατί όλα αυτά είναι και δικά του βιώματα. Έπειτα, η σχέση των ψαράδων με Εκείνον δεν τον απασχολεί αντικειμενικά, ανατρέχει σ’ αυτήν, γιατί θέλει να μιλήσει για κάτι άλλο που τον αγγίζει βαθύτατα προσωπικά!
Φυσικά, κατέχεται από τον υποκειμενισμό και δεν διστάζει προκειμένου να εκφράσει αυτό που θέλει ο ίδιος, να αντιστρέψει τους όρους διαστρέφοντας την ιστορική αλήθεια, όταν μιλά για την προδοσία γιατί είναι  γνωστό ότι μαθητής πρόδωσε τον Ιησού κι όχι το αντίθετο.. κι εμείς τον υποκειμενισμό του θα τον προσεγγίσουμε με αγάπη,  καθώς ακολουθούμε τον ποιητικό του οίστρο. Συνεπαρμένος από τα δικά του αισθήματα κατέχεται από την ανάγκη να εκφραστεί και βρίσκει τον εαυτό του σε έναν ανάλογο προς τους ψαράδες δρόμο. Είναι ο ίδιος τόσο ειλικρινής και αληθινός και τόσο αθώος ώστε να πάει παραπέρα και να δει ότι αυτός ο δρόμος της θυσιαστικής αφοσίωσης φέρνει  τη γαλήνη.
Ο ίδιος, όπως και κείνοι, βλέπει τον εαυτό του να θυσιάζεται για ένα ιδανικό ή ένα όραμα κι αυτή την έξαρση της αυτοθυσίας του μπορεί να την ταυτίσει μόνο μ’ εκείνη την αγνότητα των απλών ψαράδων.
Κι οι σύντροφοι τους φτύναν και τους σταύρωναν κι αυτοί γαλήνιοι το δρόμο παίρνουνε π’ άκρη δεν έχει χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει όρθιοι και μόνοι μέσα στην ερημία του πλήθους.

Ο Αναγνωστάκης βρίσκεται στο μεταίχμιο μιας αλλαγής. Ο ίδιος αισθάνεται την διάψευση των ιδανικών για τα οποία αγωνίστηκε κι όμως προχωρεί μόνος μέσα στην ερημία του πλήθους.


                                                                                     Αλκμήνη Κογγίδου. Ποιήτρια -δοκιμιογράφος

Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2014

                            ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ  Η ΠΟΙΗΣΗ
   Αν ο ποιητής δεν είχε βρεθεί κάτω από το πέλμα του άλλου δεν θα είχε ανακαλύψει το όραμα της αληθινής ζωής. Αν το σκοτάδι της άγνοιας του στερούσε την όραση τότε δεν θα μπορούσε να δει πόσο χαμένο είναι το παιχνίδι των πολλών. Προσηλωμένος στο δικό του παιχνίδι, έχει τα μάτια ανοιχτά στη ροή της ζωής. Γνωρίζει πως το παιχνίδι των πολλών αποτελεί μια μακραίωνη ιστορία ενοχών, παραλείψεων, συμβιβασμών, αποσιώπησης κι όλα τα συναφή που με μια λέξη αποτελούν παρελθόν. Η επανάληψη των λαθών του παρελθόντος εκεί που οι πολλοί καλύπτονται και συγκαλύπτονται οδηγεί στη φθορά.
Ο ποιητής που ανήκει στο μέλλον είναι μυστικός. Και πώς να είναι ποιητής αν δεν είναι μυστικός; και πώς να είναι ποιητής αν δεν είναι μοναδικός αλλά και πώς να είναι μοναδικός αν δεν τον έχει σημαδέψει μια ειδική μοίρα;
                                                                   «Τώρα που μ’ άγγιξε
Σαν πυρωμένο σίδερο
Η αλύγιστη σιωπή
Τώρα ξέρω Θεέ μου
Πως τούτη η ζωή
Είναι η δική μου»
                   (Ποιητ. Συλλ. Αλκμήνης Κ.
 Σύνορο, σελ.45)
Είναι βέβαιο πως η μοναδικότητα και η υπεράσπισή της χρειάζεται έναν αγώνα υπεράνθρωπο στον οποίο κέντρο αναφοράς δεν είναι ο ίδιος αλλά η Αλήθεια που καίει τα σωθικά του.

 Ενδεικτικό ότι ο ποιητής  βρίσκεται στο Όλον, γι’ αυτό και μιλά για το κάθετί σαν να υπάρχει μέσα στο κάθετί αποτελεί ένα  ποίημα του Ρίλκε :

Ο πάνθηρας

Έτσι ως πίσω από τα σίδερα περνά ολοένα
Το κουρασμένο βλέμμα του πια δε θωρεί
Σάμπως μυριάδες σίδερα να ‘ναι θαρρεί.
Και πίσω από τα σίδερα κόσμος κανένας.

Το απαλό βάδισμα μ’ εύκαμπτο ζάλι απλώνει
Και το γυρνά σε μικρότατους κύκλους, στιβαρό,
Μοιάζοντας σαν γύρω από κέντρο, ρωμαλέο χορό,
Που μια δυνατή θέληση ναρκώνει.

Άλαλος μόνο, κάποτε, την κουρτίνα σηκώνει
Του ματιού, που μια εικόνα ευτύς αρπάει
Και στα σφιγμένα μέλη του γαλήνη πάει
Κι η εικόνα στην καρδιά πάνω τελειώνει.
Έχοντας τη συνείδηση της καθολικότητας, περιορίζεται, εξορίζεται, φυλακίζεται, γίνεται μάρτυρας- αυτός ο δρόμος του ποιητή, δρόμος του ασυμβίβαστου, ένας δρόμος προς την ελευθερία, η οποία είναι “Απ' τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά" Γι' αυτό το Πνεύμα θα του  προσφέρει τους καρπούς του.
Λάμψιν έχεις όλη φλογώδη
Χείλος, μέτωπο, οφθαλμός
 Φως στο χέρι, φως στο πόδι
κι όλα γύρω είναι φως
                                 (ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ του Μεγάλου Διον. Σολωμού.)
 Πώς επιβεβαιώνεται ότι ο λόγος του εκπορεύεται εκ του Πνεύματος; Ο ποιητής ο ίδιος θα αναρωτηθεί. Μέσα στην άρνηση, την άγνοια, τη συνεχή αντιπαλότητα και τη μοναξιά που τείνει να τον καταργήσει, να τον περιθωριοποιήσει και να σβήσει τη φωνή του, παραμένει αδιάφθορος και αστείρευτη η πηγή του λόγου που απ’ εντός του αναβλύζει.
 Η αντοχή του αυτή στην εναντίωση είναι η καλύτερη επιβεβαίωση πως δεν προέρχεται εκ του κόσμου τούτου.

Μεταφύτεψαν τον σπόρο μουστην κάτω γης.

Πνοή πικρού ανέμου
μ’ έφερε απ’ άλλους κόσμους
αοράτους…”
                                      (απόσπασμ. Στίχοι από την Ποιητ. Συλλ. Αλκμήνης Κ. Αναγωγή στην Ιδέα σελ. 10)
 Αν δεν στερεύει αυτή η πηγή του λόγου είναι γιατί ο ποιητής ανανεώνεται καθώς είναι παιδί της ζωής και βρίσκεται σε συνεχή επαφή μ’ αυτήν δια μέσω του νοός. Αυτή η εναντίωση εξάλλου ετοιμάζει το πρόσφορο έδαφος, όσο κι αν αυτό φαίνεται αρνητικό, ώστε να κρατηθεί αλώβητος και αυθεντικός. Μέσα από τη δοκιμασία ενδυναμώνεται καθώς παράλληλα ασκείται και μ’ αυτόν τον τρόπο παραμένει πιστός στη δική του μοναδικότητα.
  Ο Θεός είναι Αγάπη και στην απεραντοσύνη Του όλα αποκτούν ένα άλλο νόημα κι ο ποιητής προς αυτό προσανατολίζει τη ματιά του. 

Γράφω γι’ αυτά που

δεν σκέπτεσαι,

γι’ αυτά που δεν βλέπεις,
γι’ αυτά που δεν ακούς.
                                           (Πέρασμα, Αλκμήνης Κ. σελ. 70)

   Κι ενώ η μοναδικότητα του ποιητή είναι γεγονός η Αγάπη δεν τον αφήνει να λειτουργήσει με τη χωριστικότητα και πάντα βλέπει τους άλλους ως Ενα. «…Ω Κύριε τον θάνατό του δώσε στον καθένα.
Τον θάνατο που βγαίνει από τη ζωή του εκείνη
που τον χρειαζόταν, τον σκεφτόταν και τον αγαπούσε.
Γιατί ΄μαστεν ο φλοιός μονάχα και το φύλλο.
Ο μέγας θάνατος που όλοι έχουμεν εντός μας
Είναι ο καρπός που γυρνούν γύρω του όλα…»

 (Στίχοι αποσπασμ. απ’ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ του R M RILKE)

 Δεν είναι λοιπόν ένα κρυφό σχολειό η ποίηση και δεν είναι φρόνιμο να μαθητεύσουν οι άνθρωποι σ’ αυτό;
«…Γυρίζω από τον Θεό, τον πανάρχαιο πύργο, γύρω
Κι αιώνες αιώνων κάνω αυτόν τον γύρο
Να’με γεράκι ή θύελλα ή δεν ξέρω τι άλλο….
Ή τάχα ένα τραγούδι είμαι μεγάλο;…»
( Στίχοι αποσπασμ. απ’ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ  ΤΗΣ ΜΟΝΑΣΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ  του RM RILKE)
  Ναι, στο κρυφό σχολειό χτίζεται το μέλλον, το καθαρό και ωραίο και παιδικό μέλλον! Εκεί που το λιθάρι, το αίμα και τον λόγο τους εναπόθεσαν οι ολίγοι, το άλας της γης. Και τώρα κοντεύει το πλήρωμα του χρόνου κι όσοι πιστοί προσέλθετε και βέβαια η πίστη αυτή δεν έχει σχέση με το γράμμα ή με τον νόμο, αλλά με το πνεύμα της Αγάπης, την καθαρή απροκάλυπτη καρδιά, την παιδική αθωότητα. Έτσι φύλαξε ο Θεός τους δικούς του από τη φθορά, τη διαφθορά και την επίφαση του καλού, χαρίζοντας τη Γνώση και τη ματιά της διακρίσεως ανάμεσα στο καλό και στο κακό, στο λάθος και στο σωστό, στο ψέμα και την αλήθεια.

                                                                                                                                                        Αλκμήνη Κογγίδου.

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

EΝ ΟΙΔΑ ΟΤΙ ΟΥΔΕΝ ΟΙΔΑ

Ο Σωκράτης εκτός από αληθινός υπήρξε και χαριτωμένος κατά την απολογία του καθώς εξηγούσε με τρόπο παραστατικό και γλαφυρό πως έκανε έρευνα για να διαπιστώσει το βαθύτερο νόημα του χρησμού «Τι είναι αυτά τάχα που λέει ο Θεός και τι εννοεί, γιατί εγώ δεν καταλαβαίνω να είμαι σοφός ούτε λίγο, ούτε πολύ.» Εξέτασε πολιτικούς, ποιητές και χειροτέχνες και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν σοφότερος επειδή αυτός δεν νόμιζε ότι γνωρίζει όσα δε γνώριζε, επειδή δηλαδή είχε γνώση της άγνοιάς του. Καταλήγει επίσης να πει πως «ο Θεός μονάχα είναι σοφός και πως η ανθρώπινη σοφία πολύ λίγο αξίζει και ίσως- ίσως και τίποτε». Ερμηνεύοντας, τελικά, το βαθύτερο νόημα του χρησμού που έδωσε το μαντείο των Δελφών, ότι δηλαδή δεν υπάρχει κανείς που να είναι σοφότερος από το Σωκράτη, λέει : «Και φαίνεται πως αυτό δεν το είπε για το Σωκράτη, εμένα, αλλά πήρε τ’ όνομά μου στο στόμα του, σαν να θελε να πει πως εκείνος, ω άνθρωποι είναι σοφότερος απ’ όλους σας, όποιος σαν το Σωκράτη, έχει καταλάβει πως αληθινά η σοφία του δεν αξίζει τίποτε»
Είναι φανερό ότι παράλληλα με την επίγνωση συμβαδίζει και η ταπεινότητα η οποία γίνεται αφετηρία για την περαιτέρω πορεία προς τη γνώση.
Την ανεκτίμητη αξία της αυτογνωσίας έναντι της οποίας ούτε η αξία της ανθρώπινης ζωής δεν συγκρίνεται διδάσκει η στάση του Σωκράτους! Η περίφημη, εξάλλου, φράση του, με την οποία  εκφράζει μια στάση ελευθερίας, «εν οιδα ότι ουδέν οίδα» σηματοδοτεί την απαρχή της φιλοσοφίας.
Στην εποχή μας που η συσσώρευση γνώσεων εντυπωσιάζει και συγχέεται με τη μόρφωση, ο άνθρωπος διστάζει να ομολογήσει την άγνοιά του, καθώς εξακολουθεί να φοβάται τη γνώμη των άλλων, μήπως και  θεωρηθεί από τους άλλους λιγότερο πληροφορημένος. Κι αν βρισκόταν σήμερα κάποιος σαν τον Σωκράτη να την αποκαλύψει θα τον εχθρεύονταν το ίδιο, όπως και τότε. Η απομάκρυνση από την αλήθεια και το δίκαιο δεν καλύπτεται από την απόκτηση θεωρητικών γνώσεων. Οι γνώσεις δεν υποκαθιστούν τη γνώση.  Η άγνοια μπορεί να μην φαίνεται όταν τη σκεπάζουν οι πολλές γνώσεις ή γίνεται λιγότερο φανερή από την απουσία του σοφού. Ενώ μπροστά στον αληθινά σοφό αποκαλύπτεται η άγνοια που οι θεωρητικές γνώσεις τη σκεπάζουν. Όμως ο σοφός κι αν υπάρχει ανάμεσά μας, δεν γίνεται αναγνωρίσιμος, γιατί οι άνθρωποι δεν έχουν τα κριτήρια για να τον διακρίνουν.
Η διαφορά ανάμεσα σε έναν που γνωρίζει ότι δεν γνωρίζει και σ’ έναν που αγνοεί ότι δεν γνωρίζει και μάλιστα νομίζει ότι γνωρίζει, ανάγεται σε διαφορά μεταξύ συνειδήσεως και υποσυνειδήτου.
Όλοι γνωρίζουν, όλοι αποφαίνονται κι όλοι μονολογούν ! Ποιο είναι όμως το αποτέλεσμα ; Επήλθε χάος μέσα στο οποίο ο καθείς λειτουργεί ως αγνοών και αγνοούμενος.
Κάποτε στην Αμερική ρώτησαν έναν βαρυποινίτη ποια θα ήταν η τελευταία του φράση κι εκείνος είπε: «αν υπήρχαν άνθρωποι να μας ακούσουν δεν θα φθάναμε ως εδώ»!

Δεν ακούμε τον άλλον, τον ακυρώνουμε, τον υποσκελίζουμε, ο άλλος δεν είμαι εγώ, είναι πάντα κάτι ξένο, κάτι που δεν γνωρίζω, δεν καταλαβαίνω κι όμως διεκδικώ απ’ αυτόν να με προσέξει, διεκδικώ το ενδιαφέρον του, αν χρειασθεί κλέβω αυτό που δεν μου δίνει με τη βία, αφού τον προκαλώ, τον παγιδεύω, τον εκμεταλλεύομαι προς ιδίον όφελος, έχοντας πάντα ένα άλλοθι για όλα αυτά κι άλλα. Επικινδύνως κυριαρχεί στην εποχή μας ο μονόλογος, μια συνεχής κατάθεση απόψεων και γνώσεων οι οποίες δεν φθάνουν ποτέ στο βαθύ σημείο, εκεί που λειτουργεί και η αλήθεια και το δίκαιο, εκεί που συνάπτεται η ζωή ανάμεσα στον έναν και στον άλλον.

Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2014

Συμβίωση-συνύπαρξη

Συμβίωση - συνύπαρξη

Την ύπαρξη του ανθρώπου νοηματοδοτεί, πάντα, ένας σκοπός που καθορίζεται από τη σχέση του ως προς κάτι που τον υπερβαίνει, με το οποίο ο ίδιος αυτοπροσδιορίζεται. Ως επί τω πλείστον η ύπαρξη δονείται, εκφράζεται και λειτουργεί υπό το πνεύμα της σχέσεως ( εν σχέση με τον άλλον) και πραγματώνει το σκοπό της ζωής της μέσα στο συνεχές γίγνεσθαι υπό την προϋπόθεση του συνυπάρχειν.
Η ψυχή και η συνείδηση βρίσκονται στο αέναο γίγνεσθαι, σε συνεχή κίνηση. Είναι εκ των πραγμάτων αδύνατον να μοιρασθεί η ύπαρξη, που βρίσκεται εν σχέση με τη ψυχή και τη συνείδηση, τη στατική και επαναλαμβανόμενη ανακύκλωση των βιολογικών αναγκών, καθώς  συμπορεύεται με τη θεία άλη και το δίαϊόν.
Η ύπαρξη που διατηρεί τη μνήμη της υπερβατικής φύσεως, αισθάνεται ασφυκτικά, χωρίς το οξυγόνο της ψυχής που είναι η αλήθεια.
Υπάρχουμε συνυπάρχοντας. Η συνειδητότητα του συνυπάρχειν εκφράζεται, σαφώς, με την ανησυχία του ανθρώπου να μοιρασθεί και να βιώσει την αλήθεια. Έτσι, ξεκινάει μια πορεία, η οποία αφορά την απεξάρτηση από τις ανάγκες και τις συνήθειες. Η  απεξάρτηση από τις ανάγκες και τις συνήθειες, όσο και η μετοχή της συνειδήσεως και της ψυχής στο παρόν, απαιτούν τόσο μεγάλη προσπάθεια, που μόνο με άθλο θα μπορούσε να παρομοιασθεί. Η επίτευξη αυτού του άθλου, φέρνει στην επίγνωση του ανθρώπου, τη ζώσα πραγματικότητα και την ιερότητα της ζωής. Όλα αυτά, βέβαια, έχουν τη θέση τους, εφόσον ο άνθρωπος επιδιώκει την γνώση του εαυτού, διαφορετικά συμβιβάζεται και απλώς συμβιώνει, χωρίς να συνυπάρχει. Για το λόγο ότι  ο άνθρωπος επιλέγει το ευάρεστο, το ευχάριστο και το εύκολο  που του υπαγορεύει το ένστικτο  της επιβιώσεως, που είναι σχετικό με το ατομικό εγώ, δεσμεύεται, με συνέπεια να μην αντιλαμβάνεται το προσωπικό του αίτημα που είναι υπαρξιακό. Υπάρχει ο κίνδυνος τότε να εγκλωβιστεί στις συμβάσεις. Η συμβίωση προτείνει ένα τρόπο ζωής ανάλογο προς τις ανάγκες και τη συμπόρευση μέσα από τη γραμμική έννοια του χρόνου, η οποία περιορίζει την ύπαρξη στα βιοτικά και βιολογικά όρια. Αδυνατεί, βεβαίως, η ύπαρξη να εκφραστεί μέσα στα όρια αυτά κι αν εκφραστεί δεν γίνεται αποδεκτή.
Δεν μπορεί να έχει ο άνθρωπος τη συνείδηση της υπάρξεώς του, αν εγκλωβιστεί στη βιολογική του υπόσταση, δηλαδή, αν κυριαρχηθεί από το ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως, από την αποκλειστική μέριμνα της επιβιώσεως και αν τελικά συμβιβαστεί. Αν συμβεί αυτό χάνει την επαφή με την μνήμη κι ως επακόλουθο αυτού με τη συνείδησή του. Η απώλεια αυτή είναι καθοριστική, συνιστά ένα σύμπτωμα, το οποίο δηλώνει τον υπαρξιακό θάνατο του ανθρώπου.
Η περιχαράκωση των αισθήσεων και η εγωϊστική αντίληψη, η οποία αποκλείει την έξοδο από το εγώ, ενέχει τον κίνδυνο της υπαρξιακής απώλειας όταν ενδώσει σ’ έναν συμβιβαστικό τρόπο ζωής.
Ο υπαρξιακός άνθρωπος δεν καλύπτεται από τους βιολογικούς ρόλους ούτε από την κοινωνική καταξίωση ή την επαγγελματική επιτυχία. Καθώς ο συμβατικός χρόνος δεν έχει σχέση με την ίδια τη ζωή, αναζητά  να ζήσει το παρόν και να αποκτήσει την αυτοβεβαίωσή του.
Το να μοιράζεται την αλήθεια μέσα στο παρόν, αυτό θεωρεί ζωή, αλλά κι αν ακόμη δεν την μοιράζεται διατηρεί την ανησυχία της υπάρξεώς του.
Ο ενθουσιασμός που πηγάζει από την ένθεη φύση ωθεί στην υπέρβαση. Το εγώ είναι έδαφος ακατάλληλο  για να λειτουργήσει η αλήθεια (θεία άλη), ακόμα περισσότερο όταν συσσωρεύει ενοχές και απωθημένα, τα οποία δημιουργούν ένα φράγμα.
Ο μόνος τρόπος διάσωσης της υπάρξεως είναι οι υπερβάσεις. Οι υπερβάσεις μεσολαβούν ώστε  να συνδεθεί ο άνθρωπος με την υπερβατική φύση, η οποία τον συνδέει με το όλον.
Οι διαπροσωπικές σχέσεις δίνουν τη δυνατότητα στην ύπαρξη να βιώσει και να μοιρασθεί την αλήθεια, η οποία αποσπασμένη από το συμβατικό τρόπο σκέπτεσθαι αναχωρεί μέσα στην κίνηση που λειτουργεί με τη συγκίνηση ανάμεσα στον έναν και στον άλλον.
Οι  διαπροσωπικές σχέσεις λειτουργούν απρόσκοπτα όταν μεσολαβεί ο διάλογος που ανοίγει το δίαυλο της επικοινωνίας, τότε ο άνθρωπος μετέχει στο γίγνεσθαι, απαλλαγμένος από κάθε σκοπιμότητα και ιδιοτέλεια, απαλλαγμένος κι από το αίσθημα της ιδιοκτησίας. Φυσικά, η μορφή αυτή των διαπροσωπικών σχέσεων είναι ένα επίτευγμα που είναι αυτονόητο ότι προϋποθέτει μιαν άλλη αξιολόγηση ζωής.
          
                                                                                                    Αλκμήνη Κογγίδου
                                                                                             Ποιήτρια-δοκιμιογράφος