Τρίτη 16 Απριλίου 2013

                                                                              Eλαιογραφία σε μουσαμά, 
                                                       έργο Χρύσας Σιώτη εμπνευσμένο από την ποίηση της Αλκμήνης Κογγίδου
                                                                                                                            
Μ' άγγιξες με τις άκρες των δακτύλων Σου
κι εγώ φύλλο ελάχιστο
ριγώ στην ανάμνηση
                   (ποιητική συλλογή ΣΥΝΟΡΟ, Αλκμήνης Κ.)
Βάραιναν τα λόγια 
βάραινε το σώμα
βάραινε ο καιρός
ωρίμασε η ώρα
κι είναι η σελίδα
γεμάτη και θέλει 
γύρισμα κι είναι 
η ζωή γεμάτη και 
θέλει το ίδιο

Δεν γράφω 
μιλώ με αίμα
σταλάζω στη κάθε
λέξη
το τέλος
μιας εποχής

Κάθε βράδυ
ανοίγουν οι πληγές
στην Ποίηση
δεν είσαι άλλος
δεν είμαι άλλος
είναι το εγώ
που βεβαιώνει
του Πάθους την
ιστορία.
Τα βραδυνά μου

χέρια ζητούν 
τ' άστρα να υψωθούν
νερό να ξαποστάσουν
όμως η νύχτα είναι
μικρή κι ατέλειωτο
το όνειρο γι' αυτό
παραμονεύω
τις στιγμές να δέσω
τα κενά να τα 
συνθέσω.

Κόβεις τον ύπνο σου
σε μικρά κομμάτια
φουντώνει το στήθος
από αγωνία καθώς
το σκοτάδι σημαδεύει
τις στιγμές.
Φτεροκοπάει η καρδιά
να φύγει θέλει από τα
στενά του χώρου πλέγματα.
Μια ώρα, δύο ώρες
κι οι αιώνες περιμένουν
να πάρουν στα χέρια 
τους το άγριό σου
βράδυ.

Δεν είναι τα μάτια
είναι τα χέρια που
βλέπουν κι ακούν.
Όταν εξαϋλώνεται
το σώμα
μελωδία γίνεται
κι ανεβάζει το ψίθυρο
και τον καλπασμό.
Κι είναι τα χέρια 
που σκάψανε τ' αυλάκι
κι είναι τα χέρια
που γίνανε φτερά.

Μη βήματα
με άλματα όργωνα
το κενό, άπλωνα
το χέρι μου στ' ατίθασα
μαλλιά
τώρα βαδίζω
με μικρά βήματα
φειδωλή καθώς γίνομαι
στ' άλογα ξοδέματα
και κλείνω το φτωχό
παραμύθι τα σαθρά
στηρίγματα να τα
πάρει ο καιρός.

Κλειδώνουμε τις εποχές
σε μια κάμαρα
Μες στο δωμάτιο
συμαζεύθηκε η νύχτα
Έξω το αγέρι
προκαλεί 
στο χέρι
που ξημερώνεται
φύτρωσε ένα δάκρυ
δάκρυ στολίδι του καιρού
διαμάντι της μοναξιάς
τίμημα ελευθερίας.

θάναι πρωί
και τα δέντρα
θα με γνέψουν
να φύγω απ' τα 
γνωστά εδάφη.
Κυλώ σαν το νερό
ανάμεσα από πέτρες
κρεμάστηκα
μες στο κλειστό σου στόμα
ωρίμασε κι αυτή η σιωπή
δεν με κρατάει πια.

Περιμένω
ν' ανατείλει το
φως
ζωή που σώθηκε
συγκρατεί το
ροδαλό της χρώμα.
Η πέτρα μένει
το νερό προχωρεί
η ζωή κυλάει
αλλάζει θέση.

Η νύχτα τρέμει
πάνω στο δέρμα
γέρνει προς τα κάτω.
Οι κουρτίνες θροϊζουν
μετακινήθηκαν
ν' ανταμώσουν 
θέλουν όσοι ταξιδέψανε πολύ
κι όσοι εδιώχθησαν.
Τα τελευταία λουλούδια
ήτανε κίτρινα
κίτρινη κι η θωριά μου
όμως καιρό πολύ
η θλίψη πέρασε
στην ανάμνηση
κι έγινε πουλί
κι έγινε φτερό
έτσι αλλάζουν
τα πράγματα
έτσι ανταλλάσσονται.

Μη με περιμένεις
άλλαξα τα μάτια μου
μ' άλλα μάτια.
Μη με περιμένεις
θα στείλω πίσω
τα όνειρά μου
τα θέλει η θάλασσα
τα θέλει ο ωκεανός.
Μη με περιμένεις
η μουσική που 
ήξερες σταμάτησε
ακούω άλλους 
ήχους κι άλλα
ανοίγματα ακολουθώ.

Τότε που θ' ανοίξουν
οι πύλες 
μαύροι κι άσπροι άγγελοι
θα 'ρθουν να βρουν
τους ομοίους των, εδώ
θα συναντηθούν όσοι 
δουλέψανε το πρόσωπο
ως την έσχατη ρυτίδα
όσοι νοηματίσανε
το χώρο και το χρόνο.

Αφήσαμε την πόρτα ανοιχτή
ν' άρθει τ' όνειρο ν' άρθει
το παραμύθι
όμως εσύ δεν ήρθες
κι έτσι σημάδεψες 
τα μάτια μας με την απουσία
Θρυμματισμένο άστρο
μη τη μικραίνεις την αγάπη
σβήσε από τη μνήμη σου
την έρημη χώρα
εδώ παίζεται μιαν άλλη ιστορία.

Σε καμιά παλάμη
δεν έχουν θέση οι άδειες
χειρονομίες
μας ερημώνουν 
περισσότερο.

Η θύμηση ένα ανοιχτό στόμα
είναι στο θάμπος της απορίας.
Κλείνω τα μάτια μου
και στήνεται το σκηνικό
καρέκλες που μιλούν ή σωπαίνουν 
πολυθρόνες που καταπίνουν δάκρυα
βουβά στολίδια μετρούν το χρόνο 
επώδυνα
κάθισα να συναρμολογήσω
μιας ζωής τα επεισόδια
και βγήκα με τραυματισμένη θύμηση
από ταξίδια και ξεχασμένα γράμματα.

Έρχονται τα κύματα
ασταμάτητα περνούν
από πέτρες
περνούν από πάνω μου.
Πηγαίνω προς τη θάλασσα
κάτι μου λέει με τους ήχους
των κυμάτων
κάτι που το αίμα διαπερνά.

Στα φτερά του μόλου
όταν έφθασε η ώρα
αγκυροβόλησε το ποίημα
δεν ήταν τέλος αρχή 
ήτανε
Κατεβάζοντας τις λέξεις
στα κύματα βάζοντας
ξανά το θάμα
στα πράγματα του κόσμου.

Θα λες και θ' αστράφτει
η εσπερινή ευχή
θα λούζεται στο σύθαμπο
θα καταυγάζεται το σούρουπο.

Ο μεγάλος πόνος 
δεν κουβεντιάζεται
Σιωπή και Φως είναι.

Με πολλή φροντίδα
κατασκευάζω τις στιγμές μου
κατεβαίνω κι ανεβαίνω
αυτή είναι η συνηθισμένη μου πορεία.

Σου καθαρίζω ένα μήλο
λιτά σε περιποιούμαι
κι όταν κάθομαι να 
σκεφθώ με αγκαλιάζουν
οι μακρινές φωνές.
Το ξέρω μου παραστέκουν
στον ύπνο και στον ξύπνιο μου
κι όταν γέρνω στ' όνειρο
γυρεύω την ευωδιά
που σκόρπισε κι ό,τι
δεν είπαμε
το λέμε μες του ονείρου
το βαθύ το κοίταγμα.

Τα λουλούδια 
πίνουν νερό
της ερημιάς
και του αγγέλου
στην πλάτη μας
χτυπάει αλύπητα
ο καιρός.
Δος μου φως
απ' το παράθυρό σου
ζωή απ' τη ζωή 
μας να μη χαθούμε.
Καθυστερώ τη φυγή
όσο με θερμαίνει 
τ' όνειρο.

Πόσο ωραία
είναι αυτή η ησυχία όταν
εγώ πληρώνω
το κενό και 
το κενό πληρεί
εμένα.
  (από την Ποιητ. Συλλ. Αλκμήνης Κογγίδου σελ. 1-16)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου