Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

ΣΤΟΝ ΑΕΙΜΝΗΣΤΟ Μ.ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ

ΜΙΚΡΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΑΕΙΜΝΗΣΤΟ Μ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ
Δύο ποιήματα του Μανώλη Αναγνωστάκη το «Δρόμοι παλιοί» και το «Μιλώ», το καθένα για λόγους διαφορετικούς, έγιναν αφορμή για μια πρόσβαση στα ενδότερα. Μου άσκησαν μια βαθιά συγκίνηση που με οδήγησε στο ν’ ανακαλύψω κοινές αλήθειες καθώς και να βιώσω την υπαρξιακή διάσταση που αποκαλύπτουν αυτά τα ποιήματα.
Οι δρόμοι παλιοί μας παραπέμπουν σ’ ένα  παρελθόν το οποίο ο ποιητής αγάπησε και μίσησε.
Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα
Ατέλειωτα
Κάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
Νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή
Την ασήμαντη παρουσία μου
Βρίσκω σε κάθε γωνιά
Κάμε να σ’ ανταμώσω κάποτε
Φάσμα χαμένο του πόθου μου κι εγώ

Ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ
Κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη
στις υγρές μου παλάμες

Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα
Χωρίς να γνωρίζω κανέναν
Κι ούτε κανένας με γνώριζε.


Ο Αναγνωστάκης αποσπάται από τον συμβατικό και οδεύει προς έναν αντισυμβατικό τρόπο ζωής και σκέψης, με τίμημα την μοναξιά, οδηγημένος από το απόλυτο που κυοφορεί μέσα στην ψυχή του.
Μοναχική η πορεία του ανάμεσα σ’ ανθρώπους που τον αγνοούν. Και το τονίζει πιο εμφαντικά και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανέναν κι ούτε κανένας με γνώριζε.
Μ’ αυτή την αίσθηση της ερημιάς,  φέρει το βάρος του λόγου και της ευθύνης να μιλήσει για ένα υπαρξιακό γεγονός, που είναι τόσο δικό του όσο και δικό μας. Ακριβώς εδώ, αισθάνεσαι ότι ο ποιητής σε εκπροσωπεί και μιλάει με πολύ θάρρος και πολύ ειλικρίνεια. Όταν παρακάτω ομολογεί πως αναγκάζεται να δεχθεί την επιστροφή  «Νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες»,  καταγράφει την υπαρξιακή του αγωνία και είναι τόσο σφραγισμένη αυτή από το αίσθημα της ερημιάς που τον συνέχει κι όταν ακόμα επιστρέφει στον οικείο χώρο.
Τον σημαδεύει η οδύνη μιας συνειδητοποιημένης μοναξιάς «κι η πόλη νεκρή». Ωστόσο, σ’ αυτό το ερημικό τοπίο προχωρεί κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές του παλάμες.
Δεν είναι απαισιόδοξος ο Αναγνωστάκης, είναι ρεαλιστής και διατηρεί μια ελπίδα μέσα στην οποία θαμποφέγγει ένα όραμα. «Κάμε να σ’ ανταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο του πόθου μου κι εγώ»

Παίρνοντας μαζί του το καταστάλαγμα της αποτυχίας των κοινωνικών αγώνων και επαναστάσεων, διατηρώντας την επαφή με τη δική του αυθεντικότητα, διαθέτει μια καθαρή ματιά.
Οι κοινωνικοί αγώνες, οι επαναστάσεις, η ελπίδα για μια δικαιότερη κατανομή των αγαθών και τα ιδανικά, τα οποία οι άνθρωποι οραματίστηκαν και για τα οποία θυσιάστηκαν, δεν έφεραν το ποθητό αποτέλεσμα. Το όραμα της αλλαγής για κοινωνική δικαιοσύνη και ελευθερία έδωσε στους ιδεαλιστές το αίσθημα της απογοήτευσης. Αλλά, αυτό ήταν επόμενο να γίνει. Η αμφισβήτηση είναι σίγουρο καταστάλαγμα καθώς η εφαρμογή των αξιών που οραματίστηκαν δεν θα ήταν δυνατόν να υλοποιηθεί, χωρίς την ανάλογη εξέλιξη, η οποία θα προσέδιδε στον άνθρωπο την ωριμότητα που θα χρειάζονταν. Έτσι, ο ποιητής αντιλαμβάνεται ότι ο υπαρξιακός τομέας βρίσκεται, ακόμα, ανενεργός και η ουσιαστική σχέση των ανθρώπων δεν μπορεί να συντελεσθεί. Μιλούμε για εξέλιξη είναι απαραίτητο όμως να υπογραμμισθεί το επίπεδο της συνειδητότητας το οποίο θα την προσφέρει κι αυτό δεν είναι γεγονός που επιβάλλεται με καμία επανάσταση, είναι κέρδος προσωπικό. Η αφύπνιση της συνείδησης, η οποία θα φέρει τον άνθρωπο εγγύτερα στη σχέση είναι γεγονός προσωπικό. Αυτό, ακριβώς, το γνωρίζει ο ποιητής, γι’ αυτό και αναλαμβάνει με ειλικρίνεια και εντιμότητα να μιλήσει. Δεν είναι δυνατόν αυτή η ανωριμότητα να παρακαμφθεί και δεν μπορεί πάνω σ’ αυτή να στηρίξει την πραγμάτωσή της καμία ιδεολογία για κοινωνική δικαιοσύνη.
Η εξέλιξη την οποίαν οραματίσθηκαν ως συλλογική υπόθεση δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί  εάν δεν κατακτηθεί μέσα στον άνθρωπο η συνειδητότητα της σχέσης, η οποία εγείρει και την ανάλογη ηθική ευθύνη. Έτσι, επιστρέφει πάλι ο ποιητής στη μοναχικότητά του.
Ο Αναγνωστάκης βρίσκεται στο μεταίχμιο μιας αλλαγής. Μ’ αυτή την αίσθηση της ερημιάς και της αποτυχίας για κοινωνική αλλαγή για επαναστάσεις που θα έφερναν δικαιότερο τρόπο ζωής, προχωρεί ο ποιητής και στο άλλο ποίημα το «Μιλώ»
Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών
Για τα τελευταία κουρέλια απ’ τα γιορτινά μας φορέματα
Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες
Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε στους τάφους
Και τα σαπίζει η βροχή
Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα
Για τα κορίτσια που ζητιανεύουν δείχνοντας στα στήθια τους τις πληγές τους
Μιλώ για τις ξυπόλυτες τις μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα
Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια στους δρόμους
Τους μαστροπούς ποιητές που σέρνονται τις νύχτες στα κατώφλια
Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα
Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες
Μιλώ για τα προπύλια των φυλακών και για το δάκρυ των μελλοθανάτων
Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες π’ αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του.  Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαπόστασαν. Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνήθηκαν. Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταύρωναν κι αυτοί γαλήνιοι το δρόμο παίρνουνε π’ άκρη δεν έχει χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει όρθιοι και μόνοι μέσα στην ερημία του πλήθους.
Μία απομυθοποίηση τραγική, επακολουθεί του παράλογου κόσμου με τα εγκλήματα του πολέμου. Έτσι, μιλά για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών, τα σαλπίσματα μιας ήττας που φέρνει σαν επακόλουθο την πλήρη απομυθοποίηση αυτού του κόσμου και συσσωρεύει αισθήματα ενοχών. Τα παιδιά μας πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες. Μπορεί για κάποιους να μην είναι δικά μας τα παιδιά που πουλάν τσιγάρα, για τον ποιητή, όλα τα παιδιά, είναι τα δικά μας παιδιά.  
Μέσα στον κόσμο ο ποιητής πορεύεται ως αγνοούμενος, αλλά όχι ως αγνοών. Αισθάνεται και διαισθάνεται τα πάντα με την ευαισθησία που του χαρίζει η ματιά του και που τη διατηρεί η ψυχή του. Δηλώνεται η μεταπολεμική πλέον κατάρρευση ενός κόσμου που δεν στηρίζεται στη σχέση που δεν αντιλαμβάνεται, βέβαια, και τα λάθη του και συνεχίζει η ματιά του ποιητή να βλέπει την αλήθεια.
Κι είναι έτοιμος, γιατί δεν αρνήθηκε τη δοκιμασία, ούτε την απέφυγε. Βρίσκεται στο μεταίχμιο και καταθέτει με πολύ ειλικρίνεια. Έρχεται εγγύς σε μια απρόσιτη πραγματικότητα που θ’ ανοίξει τα μάτια της ψυχής.

 Όλες οι εικόνες που προηγήθηκαν σ’ αυτό το ποίημα είναι σαφώς εικόνες μιας τραγικής αποτυχίας που έφερε στον κόσμο ο πόλεμος και η αδικία. Ο ποιητής αποσπά τη ματιά του απ’ αυτόν και την προσανατολίζει στους ψαράδες. Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες π’ αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα Βήματά Του.
Υπάρχει ένας υποκειμενισμός.
Ο ποιητής μέσα από ένα βίωμα δικό του ταυτίζεται με τους ψαράδες, που μ’ όλη τους την αθωότητα, αφήνουν τα δίχτυα τους και Τον ακολουθούν. Τον συνεπαίρνει και τον ίδιο μιαν έξαρση αυτοθυσίας, αν και για άλλο λόγο.
Μιλάει για προδοσία και για διάψευση και για μοναξιά και πόλεμο των συντρόφων, καθόλου  τυχαία, βέβαια, αλλά γιατί όλα αυτά είναι και δικά του βιώματα. Έπειτα, η σχέση των ψαράδων με Εκείνον δεν τον απασχολεί αντικειμενικά, ανατρέχει σ’ αυτήν, γιατί θέλει να μιλήσει για κάτι άλλο που τον αγγίζει βαθύτατα προσωπικά!
Φυσικά, κατέχεται από τον υποκειμενισμό και δεν διστάζει προκειμένου να εκφράσει αυτό που θέλει ο ίδιος, να αντιστρέψει τους όρους διαστρέφοντας την ιστορική αλήθεια, όταν μιλά για την προδοσία γιατί είναι  γνωστό ότι μαθητής πρόδωσε τον Ιησού κι όχι το αντίθετο.. κι εμείς τον υποκειμενισμό του θα τον προσεγγίσουμε με αγάπη,  καθώς ακολουθούμε τον ποιητικό του οίστρο. Συνεπαρμένος από τα δικά του αισθήματα κατέχεται από την ανάγκη να εκφραστεί και βρίσκει τον εαυτό του σε έναν ανάλογο προς τους ψαράδες δρόμο. Είναι ο ίδιος τόσο ειλικρινής και αληθινός και τόσο αθώος ώστε να πάει παραπέρα και να δει ότι αυτός ο δρόμος της θυσιαστικής αφοσίωσης φέρνει  τη γαλήνη.
Ο ίδιος, όπως και κείνοι, βλέπει τον εαυτό του να θυσιάζεται για ένα ιδανικό ή ένα όραμα κι αυτή την έξαρση της αυτοθυσίας του μπορεί να την ταυτίσει μόνο μ’ εκείνη την αγνότητα των απλών ψαράδων.
Κι οι σύντροφοι τους φτύναν και τους σταύρωναν κι αυτοί γαλήνιοι το δρόμο παίρνουνε π’ άκρη δεν έχει χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει όρθιοι και μόνοι μέσα στην ερημία του πλήθους.

Ο Αναγνωστάκης βρίσκεται στο μεταίχμιο μιας αλλαγής. Ο ίδιος αισθάνεται την διάψευση των ιδανικών για τα οποία αγωνίστηκε κι όμως προχωρεί μόνος μέσα στην ερημία του πλήθους.


                                                                                     Αλκμήνη Κογγίδου. Ποιήτρια -δοκιμιογράφος

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου